DBRS: Αναβάθμισε την Ελλάδα σε «BBB» με σταθερές προοπτικές

Στο ΒΒΒ αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar,  μία βαθμίδα υψηλότερα εντός της επενδυτικής βαθμίδας, διατηρώντας τις προοπτικές σε θετικές.

Υπενθυμίζεται ότι ο καναδικός οίκος αξιολόγησης είχε επιβεβαιώσει το Σεπτέμβριο του 2024 το BBB (low), που είναι η χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα και αναβάθμισε τις προοπτικές από σταθερές σε θετικές.

Η αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης αντανακλά την άποψη του καναδικού οίκου ότι τα ρίσκα που έχει κληρονομήσει η κρίση χρέους στις τράπεζες έχουν περιοριστεί, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα συνεχίζει να υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς της στόχους.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη τους, είναι πιο ανθεκτικές και σε καλή κατάσταση για να παράσχουν χρηματοδότηση στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό αντανακλά χαμηλότερους κληροδοτημένους κινδύνους, με σημαντική πτώση του δείκτη ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες εκπτώσεις φόρου (DTC) θα μειωθούν ταχύτερα απ’ ό,τι αρχικά αναμενόταν. Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τα μερίδιά του σε συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ του κράτους και του τραπεζικού τομέα.

Η DBRS σημειώνει επίσης ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα έπρεπε να είχε μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 σε περίπου 154% στο τέλος του 2024. Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον.

Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται από την κυβέρνηση να πέσει κάτω από το 140% έως το 2027.

Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις. Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο ώστε να συνεχίσει τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024 ενώ θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Τράπεζες 

Έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ο οποίος είναι πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και των κεφαλαίων. Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους χρηματοδότησης, δεν εμπόδισαν τον συνολικό δείκτη ΝPLs να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) ήταν στο 3,3% το 3ο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας πτώση πάνω από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή τους το τρίτο τρίμηνο του 2016.

Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Ηρακλή. Η συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση του δείκτη NPL του τραπεζικού συστήματος προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, περίπου στο 2%.

Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση, μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Στο μέλλον, η DBRS αναμένει βελτίωση της διαφοροποίησης των εσόδων των ελληνικών τραπεζών, αντανακλώντας οργανικές και ανόργανες στρατηγικές δράσεις.

Ένας χαμηλότερος δεσμός μεταξύ του κράτους και των τραπεζών σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των στοιχείων αναβαλλόμενου φόρου και τους περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελούν καλά μηνύματα για την υγεία του τραπεζικού συστήματος.

Το υψηλότερο ενδιαφέρον από ξένους ιδιώτες επενδυτές, χάρη στη βελτίωση της υγείας της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στο ΤΧΣ να εκχωρήσει σχεδόν όλο το χαρτοφυλάκιό του από συστημικές τράπεζες.

Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού ή μόχλευσης και η DBRS θεωρεί περιορισμένους τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Το χρέος

Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη, αλλά βρίσκεται σε απότομη καθοδική τροχιά, σημειώνει η DBRS. Η ευνοϊκή δομή και η προληπτική διαχείριση του μετριάζουν τους κινδύνους.

Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται από τα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, τους συγκρατημένους τόκους και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη.

Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 πριν υποχωρήσει στο 154% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανό να σημειωθούν μεσοπρόθεσμα. Η αναταξινόμηση 12 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) στο χρέος που σχετίζεται με τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) δεν άλλαξε την καθοδική τροχιά του λόγου του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά επηρέασε μέτρια το κόστος τεκμαρτών τόκων της κεντρικής κυβέρνησης που αυξήθηκε σε 1,7% από 1,2%. Η κυβέρνηση περιμένει ότι το χρέος θα μειωθεί στο 149,1% του ΑΕΠ φέτος, υποδηλώνοντας πτώση περίπου 60 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις πέντε χρόνια, μια από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή.

Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps.

Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, περίπου στα 19 έτη και περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που το καθιστά λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.

Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με την απόδοση του 10ετούς αναφοράς έναντι των γερμανικών ομολόγων να κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε περίπου 90 μονάδες βάσης τους τελευταίους έξι μήνες.

Κ. Χατζηδάκης για αναβάθμιση από DBRS: Ψήφος εμπιστοσύνης, αλλά και μήνυμα για πολιτική σταθερότητα

Σε συνέχεια της ανακοίνωσης της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο DBRS ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Η νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο DBRS Morningstar αποτελεί μία ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης στις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης. Είναι όμως και υπενθύμιση, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, να συνεχιστεί μια συνετή οικονομική πολιτική και να παραμείνει η Ελλάδα μακριά από το λαϊκισμό και την πολιτική αστάθεια.

Η έκθεση του οίκου αξιολόγησης επισημαίνει μεταξύ άλλων την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τη μείωση των κόκκινων δανείων κοντά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την περαιτέρω υποχώρηση του δημοσίου χρέους συνολικά κατά 60 μονάδες του ΑΕΠ σε 5 χρόνια που είναι όπως επισημαίνεται μία από τις μεγαλύτερες στη σύγχρονη εποχή, την ταχύτερη σε σχέση με την ΕΕ ανάπτυξη της οικονομίας. Τονίζει ακόμη την ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020 και μετά.

Η αναβάθμιση συνεπώς της ελληνικής οικονομίας από την DBRS συνοδεύεται από την καταγραφή μιας σειράς διαρθρωτικών αλλαγών και εθνικών επιτευγμάτων που συνετέλεσαν σε αυτή την τόσο θετική αξιολόγηση. Αποτελεί ωστόσο και μήνυμα, ότι η ανοδική πορεία της οικονομίας δεν είναι αυτονόητη ούτε δεδομένη. Διότι οι θετικές επιδόσεις προϋποθέτουν – εκτός από τη σοβαρότητα στην οικονομική διαχείριση – και πολιτική ωριμότητα και σταθερότητα. Παράγοντες που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη όλοι οι Έλληνες πολίτες, καθώς η πρόοδος των τελευταίων ετών βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική εθνική μας προσπάθεια και τις πολυετείς θυσίες. Είναι στο χέρι μας να διαφυλάξουμε αυτή την πρόοδο και να ανεβάσουμε την Ελλάδα ακόμα πιο ψηλά».