Γιατί πήγε τελικά στο Κίεβο ο Τζο Μπάιντεν;

Ο Τζο Μπάιντεν ήταν ο μόνος από τους σημαντικούς ηγέτες της Δύσης που δεν είχε επισκεφτεί το Κίεβο. Αυτό, δημιουργούσε μια αρνητική εικόνα, κάτι το οποίο μπορεί να τον επηρεάσει στις εκλογές, με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ έχουν ατύπως μπει στον εκλογικό κύκλο του 2024.

Άλλωστε, ήδη οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν κάνει αρνητικές αναφορές στο ότι ο Μπάιντεν δεν είχε βρεθεί μέχρι τώρα στο έδαφος της Ουκρανίας για να εκφράσει με έναν άμεσο τρόπο την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή του στην κυβέρνηση του Κιέβου.

Επιπλέον, ο Μπαίντεν ήθελε να στείλει ένα σαφές μήνυμα πριν από την πολυαναμενόμενη ομιλία του Πούτιν την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου στη Ρωσική Δούμα, που θα σηματοδοτήσει και την παρουσίαση της ρωσικής στόχευσης για το από εδώ και πέρα του πολέμου.

Επέλεξε, έτσι, την «τολμηρή» κίνηση να μεταβεί σε μια εμπόλεμη ζώνη, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι προηγήθηκε επικοινωνία με τη ρωσική πλευρά ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενέργεια θα διακύβευε όντως την ασφάλειά του.

Πέραν της εικόνας

Όμως το θέμα της εικόνας, των optics στη ιδιόλεκτο της αμερικανικής πολιτικής οικονομίας δεν ήταν το μόνο, ούτε το κυρίαρχο. Ακόμη και εάν μείνουμε σε συμβολισμούς, οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη να στείλουν το μήνυμα ότι δεν έχουν μετατοπιστεί ως προς την πολιτική τους για το Ουκρανικό.

Ας μην ξεχνάμε ότι στις 24 Φεβρουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από τότε που η Ρωσία ξεκίνησε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» εναντίον της Ουκρανίας. Ο πόλεμος σίγουρα δεν εξελίχτηκε όπως ήταν τα αρχικά σχέδια του Κρεμλίνου που θεωρούσε ότι μια αρχική επίδειξη δύναμης, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας μεγάλων μονάδων κοντά στο ίδιο το Κίεβο θα υποχρέωνε την ουκρανική κυβέρνηση σε συνθηκολόγηση. Όμως, δεν εξελίχτηκε ούτε στη συντριβή της Ρωσίας υποτίθεται ότι είναι το αίτημα της Δύσης που στο μεταξύ έχει προσφέρει έναν τεράστιο όγκο στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Αντιθέτως, η Ρωσία έχει καταφέρει να διευρύνει τις περιοχές που ελέγχει και τις οποίες τυπικά έχει ενσωματώσει στην επικράτειά της και ταυτόχρονα επιδίδεται σε έναν συστηματικό πόλεμο φθοράς σε βάρος της Ουκρανίας, την ίδια ώρα που αυτό επιδιώκουν και οι ουκρανικές δυνάμεις σε βάρος των ρωσικών εξαπολύοντας χιλιάδες βλήματα πυροβολικού κάθε μέρα.

Σε αυτό το σημείο καμπής, η ουκρανική πλευρά έχει κάνει σαφές ότι ο μόνος τρόπος να αποτρέψει μια μεγάλη ρωσική αντεπίθεση (που θα στηριχτεί στην ενίσχυση των ρωσικών δυνάμεων από τη μερική επιστράτευση στην οποία προχώρησε η Μόσχα) είναι να λάβουν ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση σε εξοπλισμό από τη Δύση. Αυτό σημαίνει την απαίτηση για εξελιγμένα βαρέα άρματα μάχης, για μαχητικά αεροσκάφη και για μεγάλο όγκο πυρομαχικών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη προσφέρει στην Ουκρανία 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ το Κογκρέσο έχει εγκρίνει συνολικά 113 δισεκατομμύρια βοήθειας (ανθρωπιστικής, οικονομικής και στρατιωτικής), εκ των οποίων τα 6,6 αφορούσαν το δημοσιονομικό έτος 2022 τα 37,7 το δημοσιονομικό έτος 2023 και τα υπόλοιπα αφορούν τα επόμενα έτη.

Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ έχουν ασκήσει μεγάλη πίεση και σε συμμάχους τους να προσφέρουν σημαντική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πίεση ώστε τόσο η Γερμανία όσο και άλλες χώρες να στείλουν βαρέα άρματα μάχης Leopard.

Μάλιστα, ο πρόεδρος Μπάιντεν μιλώντας στο Κίεβο υπογράμμισε ότι τις επόμενες μέρες θα σταλεί νέο πακέτο βοήθειας ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων, υπογραμμίζοντας ότι θα περιλαμβάνει πυρομαχικά, αντιαρματικούς πυραύλους Javelin και αυτοκινούμενα πυροβόλα, απαντώντας έτσι και στο πρόβλημα που έχει προκύψει με ενδεχόμενη έλλειψη πυρομαχικών για τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.

Ωστόσο, ο ίδιος ο πρόεδρος Ζελένσκι μίλησε ότι συζήτησε με τον πρόεδρο Μπάιντεν και την αποστολή πυραύλων μεγαλύτερου βεληνεκούς, κάτι που έχουν αποφύγει μέχρι τώρα οι ΗΠΑ, μια που θα σήμαιναν μια πιο άμεση στόχευση ρωσικών θέσεων πολύ πίσω από τη γραμμή του μετώπου, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πιο άμεση επιθετικότητα έναντι της Ρωσίας και όχι απλώς ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας. Σημειώνουμε ότι ήδη η βρετανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα αποστείλει όπλα μεγαλύτερου βεληνεκούς.

Εκεί που τελειώνουν οι συμβολισμοί
Όμως, αυτό που μένει να φανεί είναι τι σήμαινε η επίσκεψη Μπάιντεν σε σχέση με τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει στη Δύση για το εάν και πώς μπορεί να υπάρξει μια ειρηνευτική διαδικασία.

Επισήμως, η θέση της Δύσης ταυτίζεται με τη θέση της ουκρανικής κυβέρνησης που υποστηρίζει ότι νίκη σε αυτό τον πόλεμο σημαίνει να ηττηθούν οι ρωσικές δυνάμεις και ει δυνατόν να απεμπολήσουν και τα εδάφη που κατέχουν από το 2014. Ωστόσο, ως προς τον δεύτερο στόχο δεν φαίνεται να υπάρχει πλήρης συμφωνία, καθώς αρκετές δυτικές κυβερνήσεις έχουν σχεδόν ρητά κάνει σαφές ότι αντιλαμβάνονται ότι ανάκτηση της Κριμαίας δεν είναι εφικτή.

Αυτή η κεντρική γραμμή για την ήττα της Ρωσίας και την υποχώρησή της τουλάχιστον στα σημεία που ήταν η «γραμμή επαφής» του 2014 ή ακόμη και πιο πίσω, δεν δείχνει να έχει ρητά αναθεωρηθεί. Σε τελική ανάλυση, στα μάτια αρκετών σχεδιαστών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, μια τέτοια ήττα της Ρωσίας, που μπορεί να συνδυαστεί και με ενδεχόμενη κρίση του συστήματος εξουσίας γύρω από τον Πούτιν, και θα οδηγούσε σε μια πιο αποδυναμωμένη Ρωσία στη διεθνή σκηνή, ενώ θα ακύρωνε και το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης σύγκλισης με την Κίνα (που ολοένα και περισσότερο φαντάζει στις ΗΠΑ ως η μεγάλη απειλή).

Ωστόσο, γύρω από αυτή την κεντρική γραμμή έχουν αρχίσει να υπάρχουν ερωτήματα για το πόσο εφικτή είναι. Μπορεί η Ρωσία να μην είχε τα αποτελέσματα που ήθελε στην πρώτη φάση του πολέμου, ή να μην μπόρεσε να αντέξει σε κάποιες από τις ουκρανικές αντεπιθέσεις στα πιο αδύναμα σημεία του μετώπου, εντούτοις ούτε έχει συντριβεί. Αντιθέτως, δείχνει σε θέση να έχει εδαφικά κέρδη εάν δοκιμάσει νέες μεγάλες επιθετικές κινήσεις,.

Αυτό σημαίνει ότι η απάντηση της Δύσης, εάν θέλει να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρέπει να είναι ενίσχυση της Ουκρανία με οπλικά συστήματα και πυρομαχικά σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή.

Όμως, αυτό σημαίνει πια ένα κόστος που αρχίζει και ασκεί πραγματική πίεση στις δυτικές κυβερνήσεις, είτε το ομολογούν είτε όχι. Το κόστος είναι καταρχήν οικονομικό είναι όμως και πολιτικό, γιατί ένας παρατεταμένος πόλεμος είναι ένας πόλεμος που σταδιακά αρχίζει να μην μπορεί να δικαιολογηθεί και να νομιμοποιηθεί το ίδιο εύκολα, ιδίως όταν, ας μην το ξεχνάμε και αυτό, μιλάμε για έναν πόλεμο που σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση αυξάνει τον κίνδυνο για χρήση πυρηνικών όπλων.

Και ήδη, παρότι η επίσημη ρητορική δεν έχει αλλάξει, διάφοροι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν κάνει σαφές ότι θα πρέπει να εξεταστεί το πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, την ώρα που το ερώτημα αυτό φαίνεται ότι συζητιέται και στο εσωτερικό των ίδιων των ΗΠΑ. Ήδη από το φθινόπωρο στελέχη των Ρεπουμπλικάνων όπως ο νυν πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι υπογράμμιζαν ότι διαφωνούν με μια λογική «λευκής επιταγής» ως προς ενίσχυση της Ουκρανίας.

Το εάν ο πρόεδρος Μπάιντεν πήγε στο Κίεβο για να ανοίξει και αυτή τη συζήτηση με τον πρόεδρο Ζελένσκι, δεν το γνωρίζουμε. Όμως, μπαίνοντας στον δεύτερο χρόνο του πολέμου αυτή η συζήτηση για μια ειρηνευτική διαδικασία θα γίνεται και πιο επείγουσα.