Κλιμακώνεται η ένταση ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ -Ετοιμάζουν τα πυρηνικά όπλα

To ξέσπασμα της χειρότερης πολεμικής σύγκρουσης από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος ήρθε να κλιμακώσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων του πλανήτη, ΗΠΑ και Ρωσίας με απειλές για χρήση πυρηνικών να συζητώνται λίγα μόλις 24ωρα από την έναρξη της εισβολής.

Ειδικοί φοβούνται ότι επίκειται μια επιτάχυνση της εξοπλιστικής κούρσας που δεν έληξε με τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά μπορεί να εισέλθει σε ακόμη πιο επικίνδυνη ατραπό. «Ανησυχώ βαθιά ότι φθάσαμε στην πιο επικίνδυνη στιγμή μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας», λέει στο Newsweek η πρόεδρος της Nuclear Threat Iniative, Τζόαν Ρόλφινγκ,Στα τρία τέταρτα του αιώνα που πέρασαν αφότου οι ΗΠΑ έριξαν τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία η κρίση των πυραύλων της Κούβας σηματοδοτεί ακόμη μια από τις πιο επικίνδυνες στιγμές για την ανθρωπότητα, όταν οι δύο υπερδυνάμεις έφθασαν στο χείλος να εξαπολύσουν πυρηνικό όλεθρο η μία στην άλλη. Η πρόσφατη απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να αυξήσει το επίπεδο ετοιμότητας του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας του πυροδότησε ρίγη ανατριχίλας. «Διατρέχουμε έναν σημαντικά κλιμακούμενο κίνδυνο χρήσης πυρηνικών όπλων», επισημαίνει η Ρόλφινγκ.

H κλιμάκωση της έντασης ΗΠΑ – Ρωσίας

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, επιχείρησε στις αρχές της εβδομάδας να κατευνάσει τη ανησυχίες για την πιθανότητα οι ρωσο-αμερικανικές εντάσεις να οδηγήσουν σε πυρηνικό πόλεμο. Αλλά η αποκάλυψη για τη δημιουργία νέας γραμμής επικοινωνίας μεταξύ των υπουργείων Άμυνας ΗΠΑ και Ρωσίας είναι ενδεικτική της εντεινόμενης ανησυχίας για την πιθανότητα μιας σύρραξης από «εσφαλμένους υπολογισμούς, στρατιωτικά επεισόδια και κλιμάκωση», μεσούσης της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία, των δύο υπερδυνάμεων που κάνουν επίδειξη των στρατηγικών δυνάμεων αποτροπής τους.

Απαντώντας στην κίνηση Πούτιν οι ΗΠΑ έστειλαν βομβαρδιστικά B-52 ικανά να ρίξουν πυρηνικές βόμβες στο ανατολικό κέρας του ΝΑΤΟ, που έχει βρεθεί στο επίκεντρο της ρωσικής εχθρότητας έναντι της Δύσης για τη διεύρυνση της Συμμαχίας.

Η αποδόμηση της αρχιτεκτονικής ελέγχου των όπλων

Στις δύο δεκαετίες που βρίσκεται ο Ρώσος πρόεδρος στην εξουσία η αρχιτεκτονική ελέγχου των όπλων μαζικής καταστροφής, που είχαν οικοδομήσει ΗΠΑ και Ρωσία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δέχθηκε ισχυρά πλήγματα, αρχικά με την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2002 από τη Συνθήκη ABM για τους βαλλιστικούς πυραύλους, στη συνέχεια με την αποχώρηση το 2007 της Ρωσίας από συνθήκη που περιορίζει τις συμβατικές δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE) και τέλος το 2019 με την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συνθήκη INF για τον πυρηνικό αφοπλισμό, που κατηγόρησαν τη Μόσχα ότι την παραβίασε με την παραγωγή νέων πυραύλων με βεληνεκές ανώτερο των 5.500 χλμ.

Η Μόσχα απάντησε ότι η Ουάσιγκτον είχε παραβιάσει πρώτη τη συνθήκη INF με την ανάπτυξη της αντιπυραυλικής ασπίδας στην ανατολική Ευρώπη, που σύμφωνα με το Κρεμλίνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για επιθετικούς σκοπούς. Ο επικείμενος θάνατος της INF είχε ήδη ωθήσει τον Πούτιν να επιδιώξει την ανάπτυξη νέων «ανίκητων», όπως είπε, όπλων. «Δεν μας άκουσαν ίσαμε σήμερα, ας μας ακούσουν τώρα», είπε ο Ρώσος πρόεδρος το 2018 αποκαλύπτοντας νέα συστήματα ικανά να φέρουν πυρηνικές κεφαλές όπως οι διηπειρωτικοί πύραυλοι RS-28 Sarmat , οι υπερηχητικοί πύραυλοι Kinzhal και οι τορπίλες Poseidon 2Μ39, που είναι ικανές να προκαλέσουν ραδιενεργό τσουνάμι .

Οι ΗΠΑ επιμένουν ότι το ΝΑΤΟ είναι «αμυντική συμμαχία», κι ότι η ανάπτυξη νέων υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της καθώς και η ανάπτυξη αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη δεν απειλούν τη Ρωσία. Αλλά η Μόσχα δεν πείθεται καθώς είδε τα τελευταία χρόνια τη Συμμαχία να επεκτείνεται προς Ανατολάς, να διευρύνει τη στρατιωτική της εντολή για να συμπεριλάβει την επέμβαση στα Βαλκάνια και τη Λιβύη και να αναλαμβάνει μετά την ανατροπή της ευθυγραμμισμένης με το Κρεμλίνο κυβέρνησης του Bίκτορ Γιανουκόβιτς μεγαλύτερο ρόλο στον εξοπλισμό και την εκπαίδευση των δυνάμεων ασφαλείας του Κιέβου κατά των φιλορώσων αυτονομιστών, καθώς η Ρωσία προχώρησε στην προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας εν μέσω ενός διεθνώς αμφισβητούμενου δημοψηφίσματος.

Τα σφάλματα της Δύσης

Οι κινήσεις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν δικαιολογούν μεν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, λέει ο Ρόλφινγκ, επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη να σκεφθούν οι ηγεσίες στη Δύση πώς έφθασαν σε τέτοια κρίση με τη Ρωσία. «Κάποια στιγμή, όταν βγούμε απ’ αυτή την κρίση, θα πρέπει να επανέλθουμε και να ελέγξουμε προσεκτικά τι θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερο ακούγοντας τις ρωσικές ανησυχίες και κατευνάζοντάς τες αντί να προχωρούμε σε κινήσεις που η Μόσχα εξέλαβε ως απειλή για την ασφάλειά της», τονίζει.

Λάθος βήματα των ΗΠΑ αναφορικά με την ασφάλεια της Ευρώπης μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, που είναι δύσκολο τώρα να διορθωθούν βλέπει και ο συνιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Stimson Center, Μάικλ Κρέπον. «Κατά τη γνώμη μου η ανοικτή επέκταση του ΝΑΤο ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης κρίσης, αλλά όταν άνοιξε η πόρτα αυτή ήταν δύσκολο να κλείσει», λέει στο Newsweek. Και προσθέτει ότι ήταν εντελώς λάθος η απόφαση των ΗΠΑ να εξετάσουν το αίτημα Γεωργίας και Ουκρανίας το 2008 για ένταξη στη Συμμαχία, αν και κατά τη γνώμη του η Ρωσία θα είχε ούτως ή άλλως προχωρήσει στην εισβολή επειδή το Κίεβο αναζητούσε κι άλλους τρόπους να προσδεθεί στη Δύση. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι πέρα από τα πυρηνικά όπλα η Ευρώπη απειλείται να πλημμυρίσει και με συμβατικά όπλα ικανά να προκαλέσουν μαζικό τρόμο και απώλειες. «Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον έλεγχο των όπλων, η οποία δεν έχει αναγνωριστεί, αφορά στους συμβατικά οπλισμένους πυραύλους», συμπεριλαμβανομένων των βαλλιστικών όπλων που είναι «επίσης πολύ γρήγορα» καθώς και «φθηνότερα και εξακολουθούν να κάνουν τη δουλειά τους», σημειώνει.

Αλλά και ένας άλλος Αμερικανός ειδικός στα πυρηνικά όπλα, ο επίτιμος καθηγητής του MIT, Θίοντορ Α. Πόστολ βλέπει λάθη των ΗΠΑ στην προσέγγιση με τη Ρωσία. «Όποτε κάνω κάτι που δεν λειτουργεί, το πρώτο ερώτημα που θέτω στον εαυτό μου είναι αν θα μπορούσε να το κάνω διαφορετικά. Ενίοτε η απάντηση είναι “όχι”, κάποιες φορές “ναι”», λέει σημειώνοντας ότι διαδοχικές αμερικανικές κυβέρνησεις δεν έλαβαν διόλου υπόψη τους τις βασικές ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλειά της.