Σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ της Κυριακής», ο ΥΦΕΘΑ Νίκος Χαρδαλιάς μίλησε για την εξοπλιστική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων που συντελείται τα τελευταία χρόνια.
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις αναβαθμίστηκαν αποφασιστικά εντός της προηγούμενης τετραετίας. Κρίσιμο σκέλος αυτής της προσπάθειας ήταν τα εμβληματικά εξοπλιστικά προγράμματα, όπως η προμήθεια είκοσι τεσσάρων υπερσύγχρονων αεροσκαφών Rafale και τριών φρεγατών Belharra» υπογραμμίζει ο Νίκος Χαρδαλιάς και συνεχίζει: «Μαζί με την επικείμενη παραγγελία μιας μοίρας αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, την αναβάθμιση των αρμάτων μάχης Leopard 2Α4, την απόκτηση νέων, υπερσύγχρονων ερπυστριοφόρων ΤΟΜΑ, καθώς και την ολοκλήρωση της αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 στην κορυφαία έκδοση Viper, τα συστήματα αυτά θα επισφραγίσουν την ελληνική στρατιωτική υπεροχή στην ευρύτερη περιφέρεια της χώρας μας για δεκαετίες».
Χαρδαλιάς για την ελληνική αμυντική βιομηχανία
«Οι προμήθειες εξελιγμένων οπλικών συστημάτων έχουν όμως περιορισμένη αξία, αν δεν υλοποιούνται υπό το πρίσμα ενός μεθοδικού και ολιστικού πλάνου αναβάθμισης των αμυντικών δυνατοτήτων μιας χώρας» επισημαίνει ο Νίκος Χαρδαλιάς.
«Πιο συγκεκριμένα, χωρίς μια ισχυρή και εξωστρεφή αμυντική βιομηχανία που να προάγει την καινοτομία και να ενισχύει την αυτάρκεια, οι αμυντικές ανάγκες όχι μόνο δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς, αλλά δύνανται ακόμα και να μετατραπούν σε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της οικονομίας. Για αυτό τον λόγο, σε όλα τα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα της τελευταίας τετραετίας, επιδιώχθηκε η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα ναυπήγησης των φρεγατών Belharra, στο πλαίσιο του οποίου θα δοθεί σημαντικό υποκατασκευαστικό έργο σε ελληνικές εταιρείες» εξηγεί ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας.
«Τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική αμυντική βιομηχανία απείχε πολύ από την αξιοποίηση της πραγματικής δυναμικής της. Τα διαχρονικά αίτια είναι γνωστά, ακόμα και πέραν των “παροικούντων την Ιερουσαλήμ”. Επομένως, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, απαιτούνταν εκ μέρους της κυβέρνησης η ανάληψη αποφασιστικής δράσης, με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους» προσθέτει.
«Σήμερα, μετά από τέσσερα σχεδόν έτη διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, το τοπίο έχει διαφοροποιηθεί. Οι ελληνικές αμυντικές εταιρείες παρουσιάζουν πλέον τα προϊόντα τους στις κορυφαίες αμυντικές εκθέσεις στον κόσμο, όπως την AUSA στις ΗΠΑ και τη Euronaval στη Γαλλία» τονίζει ο Ν. Χαρδαλιάς.
Αναφέρει ότι, μεταξύ 9 και 11 Μαΐου, «θα διεξαχθεί για δεύτερη φορά η δική μας Διεθνής Έκθεση Άμυνας και Ασφάλειας DEFEA στην Αθήνα, στην οποία έχουν δηλώσει συμμετοχή μέχρι στιγμής 350 κορυφαίες αμυντικές εταιρείες από 27 χώρες, ακολουθούμενες από εκατοντάδες εκπροσώπους της ελληνικής και διεθνούς αμυντικής κοινότητας», ενώ συμπληρώνει ότι «ελληνικές εταιρείες συμμετείχαν σε 72 προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης με εθνική και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κατά την περίοδο 2019-2022, έναντι κανενός κατά την περίοδο 2015-2019».
Για την αεροπορική και ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία της πατρίδας μας, ο Ν. Χαρδαλιάς υπογραμμίζει: «Χάρη στον εκσυγχρονισμό μέσω της εταιρικής διακυβέρνησης, στην εξαίρεση των υπαλλήλων της εταιρείας από την κινητικότητα στον δημόσιο τομέα και στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, η μέχρι πρόσφατα περιθωριοποιημένη Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) έχει σήμερα αξιόλογη συμμετοχή στο πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 στην έκδοση Viper, καθώς και των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3».
«Αλλά και τα ναυπηγεία μας βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της προσοχής της Πολιτείας, όπως αρμόζει σε μια παραδοσιακή ναυτική δύναμη σαν την Ελλάδα. Η εξυγίανση τόσο των Ναυπηγείων Ελευσίνας όσο και αυτών του Σκαραμαγκά πέρασε μέσα από την αρμονική συνεργασία του Δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα» αναφέρει.
«Απαιτείται ασφαλώς μια ορθολογική διαχείριση των προσδοκιών μας ως προς τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ωστόσο, ο δημιουργικός της εκσυγχρονισμός, σε συνδυασμό με τη γνωστή κλίση του Έλληνα προς την καινοτομία, μπορούν να τη μετατρέψουν εντός αυτής της δεκαετίας σε έναν υπολογίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και σε ένα σημαντικό παράγοντα του ευρύτερου δυναμικού της εθνικής μας οικονομίας» καταλήγει.