Ο ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΝΙΚΑΙΑΣ…

Την τύλιξαν με το πολυκαιρισμένο σεντόνι της και το τράβηξαν για να την μεταφέρουν από το ένα φορείο στο άλλο.

Γράφει η Γεωργία Λινάρδου

Τελικά, ένα τσουβαλάκι στα Επείγοντα είμαστε, σκέφτηκα περιμένοντας τη σειρά για τον δικό μου ασθενή που ώρες έμενε στην -ο Θεός να την κάνει- αίθουσα του Παθολογικού.
Και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου η γυναίκα σχολίασε στους ΕΚΑΒίτες που την μετέφεραν… «σαν τσουβάλι με πετάτε!» Απλά… θέμα κοινής λογικής η παρατήρηση, όχι κάτι παραπάνω. Αλλά, όμως, ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν για να απελευθερώσουν το φορείο που έτσι κι αλλιώς δεν περίσσευε σήμερα το πρωί στα Επείγοντα του Γενικού Κρατικού Νικαίας.
Ακτινογραφία και αξονικός τομογράφος.
«Πατήστε το -1 παρακαλώ»
 Άντε και το πατάμε…
«Εσείς τι περιμένετε; Μόνον ένας συνοδός επιτρέπετε» ρωτά τον αδελφό μου ένας Σεκιουριτάς και περιμένω πότε θα έρθει και σε εμένα για να απαντήσω… «το τραμ!»
Μα δεν έρχεται ποτέ κι εγώ περιμένω αιώνια το… «τραμ» του δίσμοιρου του ΕΣΥ, του Εγώ, του άλλου…
Μετά από περίπου 40 λεπτά σε ένα διάδρομο βρώμικο με κουρασμένους και σε ένταση λιγοστούς τραυματιοφορείς με αόρατο «βλέμμα» και μια ουρά ασθενών που όλο δυνάμωνε, τα καταφέραμε σε ένα περιβάλλον αδημονίας, γκρίνιας, κούρασης, ψυχολογικής έντασης και πόνου…
Λογικό, λέει η Κοινή Λογική, σε Δημόσιο Νοσοκομείο είσαι… (εδώ κάπου μπαίνει και το παράλογο στη μέση αλλά…)
«Πάμε πάνω τώρα…»
Να πατήσουμε το κουμπάκι του πρώτου ορόφου παρακαλώ…
Πάμε πάλι σε αυτήν την αίθουσα που περισσότερο με «αχούρι» μοιάζει παρά σε χώρο πρώτης υποδοχής.
«Αχούρι» για γιατρούς, νοσηλευτές, ασθενείς και συνοδούς. Όλοι μαζί ένας «αχταρμάς».
Ο χώρος μυρίζει άσχημα.
Μια μάσκα…
«Κλείστε τα κινητά παρακαλώ, απαγορεύονται εδώ μέσα…»
Ο συνοδός με το κινητό πειθαρχεί αμέσως.
Ναι, εδώ μέσα που επιτρέπονται όλα τα υπόλοιπα, τα κινητά τους πειράξανε… σκέφτηκα.
Δυστυχία.
Κάποιος έχει βγάλει το οξυγόνο του ασθενή μας. Ο ίδιος να το έχει κάνει, λίγο δύσκολο, καθώς είναι σε λήθαργο και η μάσκα είναι ακουμπισμένη χαμηλά στο σιδερένιο φορείο. Άρα ποιος;
«Εσείς βγάλατε τη μάσκα;» ρωτάω την γιατρό.
Με κοιτάζει λίγο σαστισμένα μέχρι να καταλάβει τι της λέω και σε ποιον ασθενή αναφέρομαι.
Της δείχνω με το δάχτυλο μου, εκείνη κοιτάζει κάπου στο κενό και απαντά… «όχι».
Ξαναβάζουμε με τον αδελφό μου τη μάσκα στον ασθενή μας -πρέπει ή δεν πρέπει- και περιμένουμε στωικά τι θα πουν οι γιατροί που δεν θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους…
Η πόρτα ανοίγει και οι ΕΚΑΒίτες σέρνουν σε φορείο έναν μεσήλικα με τη βρώμα κοκαλωμένη στα ρούχα, στα μαλλιά, στο πρόσωπό του, μονάχο του χωρίς συνοδό, κατουρημένο και πεινασμένο…
«Πεινάω, θα ήθελα να φάω ένα γιαούρτι», φωνάζει.
Μια γιατρός ζητάει χαρτιά, ρωτάει τους ΕΚΑΒίτες για το περιστατικό.
«Ήταν έξω από το Κέντρο Υγείας στο Βύρωνα και μας φώναξαν για να τον μεταφέρουμε στο Νίκαιας»
 -Και γιατί δεν τον πήγατε στον Ερυθρό που είναι κοντά;
«… μας είπαν να τον φέρουμε εδώ…»
-Γιατί το κάνετε αυτό συνέχεια; Γιατί φεύγετε χωρίς να υπογράψω ότι παρέλαβα; Τι έχει ο άνθρωπος αυτός και τον φέρατε εδώ;
Η νεαρή γιατρός δεν μασάει τα λόγια της, ενώ ο άστεγος του Βύρωνα της δείχνει το κατουρημένο του παντελόνι και σχεδόν εκλιπαρεί για ένα… γιαούρτι.
Η νεαρή γιατρός που μάλλον έχει κληθεί να αντιμετωπίσει πολλά τέτοια «άνισα» περιστατικά ζητά το όνομα του υπεύθυνου, το όνομα αυτού που έδωσε την εντολή για να μεταφερθεί ο άνθρωπος αυτός στη Νίκαια από το Βύρωνα!
Λίγο αργότερα, εκεί έξω που σταθμεύουν τα ασθενοφόρα, συνεχίζει τη διερεύνηση ευθυνών από το κινητό της λέγοντας: «Το κάνετε συνέχεια γιατί θέλετε να προστατέψετε τα Πανεπιστημιακά! Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε!»
Άντε τώρα αυτή η κοπελιά να βρει το δίκιο της… πού και ποιον θα της δώσει σημασία. Είναι βέβαιον πως η Κοινωνική Πολιτική δεν λειτουργεί όλες τις ώρες….
Ξαναμπαίνω στην Αίθουσα του Παθολογικού.
Ένας νεαρός σε αμαξίδιο δίπλα στον δικό μου ασθενή έχει διάθεση για κουβέντα…
«Θα αργήσει πολύ ο Αξονικός Τομογράφος, έχετε υπομονή. Σήμερα είναι καλά, σε άλλα νοσοκομεία να δείτε τι γίνετε!»
Έχει στα χέρια του κάτι εξετάσεις και μία πρόχειρη διαβεβαίωση ότι απλά κάτι έφαγε και τον πείραξε. Για λίγες μέρες ρυζάκι, κοτόπουλο και φρυγανιές του λέει από το βάθος ένας γιατρός που δεν έχω καταλάβει τι κάνει και μικρή σημασία έχει…
-Είναι όλα χάλια εδώ μέσα, απαντώ όπως νιώθω.
«Είναι παλιό το κτίριο. Και τι να κάνουν να το γκρεμίσουν; Αλλά ευτυχώς έχει προσωπικό…»
Του χαμογελώ ευγενικά, σκεπτόμενη πόσο πολύ έχουμε συνηθίσει στο… «δεν».
Αλλά δεν θα είμαι αυτή που θα του ταράξω το αφήγημα. Αρκετά χάλια νιώθω σε αυτό το «αχούρι» με όλους τους ταλαίπωρους γιατρούς, νοσηλευτές και ασθενείς στη σειρά…
Πάλι στο διάδρομο του ισογείου.
«Να σας πω… κι εμένα με λένε Ασλανίδου… μην μπερδέψουν τις εξετάσεις μας, να προσέξουμε», λέει μία γυναίκα σε καροτσάκι που βήχει πολύ και περιμένει τον γιατρό, σε μία άλλη επίσης σε καροτσάκι.
Βγαίνει η γιατρός στο διάδρομο. Πλησιάζει τη μία από τις δύο…
«Δεν βλέπω τίποτα, μόνον κάτι φλέματα, συνέχισε την αντιβίωση…»
Η σεκιουριτάς στην είσοδο φωνάζει για μια ακόμη φορά λυσαλλέα…
«Αδειάστε το διάδρομο!»
Δεξιά αριστερά του διαδρόμου κάτι εκούσιους και ακούσιους θιασώτες βλέπω του ΕΣΥ και μόνον.
Ένα καροτσάκι δίπλα μου αδειάζει. Η κατά φαντασίαν ασθενής έφυγε -και πολύ καλά έκανε- όρθια και μόνη της από το Νοσοκομείο.
Παρατηρώ το κενό τροχήλατο…
Φαγωμένο από τον καιρό και την αδιαφορία.
Ποιος θα καθίσει επάνω…
Και πότε θα κάνει είσοδο ο Αλμοδοβάρ….
σ.σ., μετά από πολλές ώρες αναμονής ανακοινώνεται πως ο ασθενής σου θα πρέπει να κάνει εισαγωγή.
Και το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να βγεις έξω για να πάρεις βαθιά ανάσα…