Τα προγνωστικά δίνουν προβάδισμα στον Ερντογάν. Έφτασε πολύ κοντά στο 50% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, έχει λάβει την υποστήριξη του τρίτου υποψηφίου, που εκπροσωπούσε μια διάσπαση της εθνικιστικής ακροδεξιάς, στις βουλευτικές εκλογές που συνέπεσαν με τις προεδρικές η συμμαχία του AKP με τους εθνικιστικές ακροδεξιούς του MHP και άλλα ισλαμικά κόμματα πήρε καθαρή πλειοψηφία και η κοινωνική συμμαχία του φάνηκε να έχει μικρότερα ρήγματα την ώρα που η αντιπολίτευση κυρίως παρουσίασε ένα άθροισμα παραπόνων παρά ένα συνεκτικό πρόγραμμα.
Ωστόσο, δεν είναι χωρίς σημασία ότι αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε να «καθαρίσει» τις εκλογές από τον πρώτο γύρο και ότι η αντιπολίτευση εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορεί να διαμορφώσει μια πλειοψηφική συσπείρωση, ενώ προσπάθησε να διευρύνει την απήχησή της στο πάντα σημαντικό για τις τουρκικές εκλογές εθνικιστικό ακροατήριο συσπειρώνοντας και αυτή έναν πολιτικό προερχόμενο από αυτόν τον χώρο, την ώρα που εξακολουθεί να ελπίζει ότι η προοπτική άλλης μιας θητείας Ερντογάν θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη συσπείρωση του κουρδικού στοιχείου γύρω από την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου.
Ωστόσο όλα αυτά δεν αναιρούν ότι όποιος και εάν ο πρόεδρος θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις.
Το μετέωρο βήμα της τουρκικής οικονομίας
Παρότι είναι αρκετά συνηθισμένο να προαναγγέλλεται η κατάρρευσή της, η τουρκική οικονομία στην πραγματικότητα δεν δείχνει έτοιμη να καταρρεύσει.
Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Απρίλιο ήταν στο 43,68%, ποσοστό υψηλό, αλλά πολύ χαμηλότερο από το 85,51% του Οκτωβρίου. Η μείωση αυτή δεν στηρίχτηκε σε αυξήσεις επιτοκίων και αυτή τη στιγμή το βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας παραμένει στο 8,5%, με τον Ερντογάν να αισθάνεται δικαιωμένος για την «ανορθόδοξη» επιλογή του να μειώνει τα επιτόκια εν μέσω καλπάζοντος πληθωρισμού.
Η Τουρκία είχε ετήσια ανάπτυξη 5,6% το 2022, ύστερα από την ανάπτυξη ρεκόρ 11,4% το 2021. Για το 2023 πρόσφατα η Παγκόσμια Τράπεζα διόρθωσε προς τα πάνω την πρόβλεψή της υποστηρίζοντας ότι η χώρα θα έχει ανάπτυξη 3,2% και για το 2024 θα φτάσει το 4,2%, παρότι η χώρα υπέστη πολύ μεγάλες ζημιές από τους πρόσφατους καταστροφικούς σεισμούς.
Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης παραμένει σε χαμηλά και με αυτή την έννοια χειρίσιμα όρια και στα τέλη του 2022 ήταν στο 31,7% του ΑΕΠ. Αρκετά πιο μεγάλο είναι το ιδιωτικό χρέος της Τουρκίας, δημόσιο και ιδιωτικό.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμεινε σε σχετικά ελεγχόμενα επίπεδα και χωρίς το κόστος ενέργειας τον Μάρτιο η Τουρκία θα είχε πλεόνασμα.
Πιο προβληματικά είναι τα στοιχεία σε σχέση με την ισοτιμία της λίρας. Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από νέο γύρω υποχώρησης της ισοτιμίας έναντι του δολαρίου που αποτυπώθηκε και στο ότι έπιασε το «συμβολικό» όριο 20 λίρες/δολάριο. Την ίδια ώρα εξακολουθεί να υπάρχει το πρόβλημα με τα εξαντλημένα πραγματικά συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας που όμως υποκαθίστανται από τα συναλλαγματικά swap με φιλικές χώρες, τις μεγάλες καταθέσεις ξένων χωρών και την αξιοποίηση των μεγάλων ιδιωτικών καταθέσεων σε συνάλλαγμα στην Τουρκία.
Όμως, το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκία δεν είναι τόσο η άμεση προοπτική κατάρρευσης όσο το εάν και κατά πόσο έχει εξαντληθεί πια το «αναπτυξιακό μοντέλο» της εποχής Ερντογάν, με τις μεγάλες επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο και την τόνωση της κατανάλωσης. Ο Ερντογάν μπορεί να προβάλει τις τεχνολογικές επιτυχίες της Τουρκίας, αλλά η χώρα απέχει από το να έχει μια κυρίως βιομηχανική ανάπτυξη. Η ανοικοδόμηση μετά τους σεισμούς θα φέρει αναμφίβολα μια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά την ίδια στιγμή το ερώτημα για το εάν αυτό θα αυξήσει και το χρέος παραμένει.
Η αντιπολίτευση έχει κάνει κριτική στον Ερντογάν για διάφορα σημεία, έχει δείξει επιφύλαξη για την επικέντρωση στην προσέλκυση κεφαλαίων από τον Κόλπο αλλά δεν έχει προβάλλει και μια συνολική αλλαγή πορείας. Άλλωστε, κανείς δεν θα ήθελε αυτή τη στιγμή να υπαινιχτεί επιστροφή στη λιτότητα ή ακόμη χειρότερα προσφυγή ξανά στο ΔΝΤ. Και βέβαια όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.
Το ανοιχτό ερώτημα για την πολιτική σε σχέση με τη Συρία
Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει και το ερώτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Συρία και τα επιστροφής των Σύριων προσφύγων στην πατρίδα τους.
Το τελευταίο στοιχείο έχει αποκτήσει ιδιαίτερη φόρτιση μια που τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει το κλίμα αλληλεγγύης και έχουν πληθύνει οι φωνές κατά των προσφύγων.
Φαινομενικά εδώ και οι δύο παρατάξεις συγκλίνουν προς την εξομάλυνση – παρότι το κλίμα στην Τουρκία είναι αρκετά αρνητικό για τον Άσαντ – και μια προσπάθεια να διασφαλιστούν τα σύνορα.
Ωστόσο, αυτή η διαδικασία δεν είναι τόσο απλή και ούτως ή άλλως θα εξαρτηθεί και από το συνολικότερο συσχετισμό που θα διαμορφωθεί και την εξέλιξη των σχετικών διαπραγματεύσεων, ενώ κρίσιμο θα είναι το ερώτημα τι θα γίνει με τις ένοπλες οργανώσεις που υποστήριξε η Τουρκία στη Συρία.