Του Κυριάκου Δημάγγελου
Για την πλειοψηφία των Ελλήνων, η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει ταυτιστεί με τον αναθεωρητισμό, την καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τρίτων κρατών, και την προκλητικότητα. Ωστόσο, αυτή είναι μονάχα η μια όψη του νομίσματος. Η τουρκική εξωτερική πολιτική πέρα από την από την όψη των «κανονιοφόρων» και των «υψηλών τόνων», έχει και μια άλλη όψη… αυτή της ήπιας διπλωματίας που στοχεύει στις «ψυχές και τα μυαλά» των Μουσουλμάνων.
Η ήπια ισχύς…σε τουρκικά μέτρα
Λίγο πριν την πτώση του Ψυχρού Πολέμου, ο Joseph Nye χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο της ήπιας ισχύς για να περιγράψει την ικανότητα ενός κράτους να χρησιμοποιήσει την «ελκυστικότητά του» ως εργαλείο πειθούς και επίτευξης των πολιτικών της στόχων. «Αν ένα κράτος μπορεί να νομιμοποιεί την δύναμη του στα μάτια ενός τρίτου κράτους, τότε θα αντιμετωπίσει μικρότερη αντίσταση στις επιθυμίες του» έγραφε ο Αμερικάνος καθηγητής του Harvard.
Θεμελιωτής της αντίληψης αυτής στην τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν ο τέως υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας και σημερινός αντίπαλος του Ταγίπ Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου. Στο περίφημο βιβλίο του, το «Στρατηγικό Βάθος», το οποίο μετέπειτα έγινε και δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», ο Νταβούτογλου υπογράμμιζε πως η Τουρκία θα μπορούσε να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα μονάχα αν αξιοποιούσε το στρατηγικό της βάθος, δηλαδή την ιστορία της, την γεωγραφική της θέση, και τις σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Για τον Νταβούτογλου, η Τουρκία έπρεπε να διατηρήσει μια πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» στο εσωτερικό αλλά και με τους γείτονες της, να επενδύσει στην οικονομική της επέκταση σε χώρες του Καυκάσου, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής αλλά και να επενδύσει στην οθωμανικό της παρελθόν, αν ήθελε πραγματικά να κυριαρχήσει.
Η αντίληψη του Νταβούτογλου παρέμεινε κυρίαρχη για πάνω από μια δεκαετία, αναμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό της εξωτερική πολιτικής της Άγκυρας. Ωστόσο, η σεισμική «δόνηση» των Αραβικών Εξεγέρσεων κλόνισε τις ισορροπίες της περιοχής, την Τουρκία και κατ’ επέκταση και την ίδια την εξωτερική της πολιτική. Απόρροια των τεκτονικών αλλαγών που έλαβαν χώρα την πενταετία ανάμεσα στο 2010-2015, ήταν η απομάκρυνση του Νταβούτογλου και η στροφή του Ερντογάν στην χρήση των όπλων.
Ο Νταβούτογλου έφυγε…το σχέδιο παρέμεινε
Σήμερα, το δόγμα του «Στρατηγικού Βάθους» όπως το γνωρίσαμε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας είναι κλινικά νεκρό. Ο Ερντογάν, έχοντας καταλάβει παράνομα εδάφη της Συρίας, του Ιράκ, της Λιβύης και παραβιάζοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και της Ελλάδας, έχει βάλει τέλος στην πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές της χώρες.
Ωστόσο, βασικά στοιχεία της πολιτικής Νταβούτογλου είναι ακόμα και σήμερα οδοδείκτης για την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Ο Ερντογάν, την ίδια ώρα που απειλεί με τις κανονιοφόρους τα γειτονικά της κράτη, στηρίζει οικονομικά χώρες της Αφρικής, υποστηρίζει το παλαιστινιακό αίτημα της δημιουργίας κράτους, θρέφει το αφήγημα περί αντί-αποικιοκρατικής δύναμης και τέλος αναδεικνύεται ως συνεχιστής της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία στην Αφρική
Σομαλία, Αίγυπτος, Αλγερία, Μάλι, Μαυριτανία και Σενεγάλη είναι μερικές μονάχα από τις αφρικανικές χώρες που σήμερα έχουν στενούς δεσμούς με την Τουρκία. Τα τελευταία χρόνια, η Άγκυρα, έχει καταφέρει να αποτελέσει έναν ισχυρό παίκτη στην αφρικανική ήπειρο, ανεβάζοντας ραγδαία τις εξαγωγές της, προσφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια σε περιόδους κρίσης, δίνοντας τεχνογνωσία στις κυβερνήσεις αλλά και προχωρώντας σε ανταλλαγή εμπειρογνωμόνων για την ανάπτυξη σημαντικών τομέων της διοίκησης και της οικονομίας των αφρικανικών χωρών.
Το 2019 οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις αφρικανικές χώρες έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια όταν στις αρχές του 2000 δεν ξεπερνούσε τα 3 δισεκατομμύρια. Παράλληλα, υπολογίζεται πως η Τουρκία έχει προσφέρει την τελευταία δεκαετία πάνω από 8.000 υποτροφίες σε Αφρικανούς φοιτητές ώστε να σπουδάσουν στην Τουρκία, ενώ την ίδια ώρα στηρίζει τις χώρες της υπό-σαχάριας Αφρικής με πολλά εκατομμύρια δολάρια μέσω ανθρωπιστικών προγραμμάτων.
Τέλος ενδεικτικό της τουρκικής «απόβασης» στην Αφρική είναι το γεγονός πως πρεσβείες της Τουρκίας υπάρχουν σε 43 χώρες της Αφρικής, ενώ η Turkish Air-lines έχει πτήσεις από και προς 51 προορισμούς σε 33 χώρες της Αφρικής.
Ο Ερντογάν ως «απελευθερωτής» του Al Aqsa
Για την Δύση, η συνάντηση του Ερντογάν με τον ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγιε, ήταν μια πρόκληση.
Για μια πολύ μεγάλη μερίδα Μουσουλμάνων όμως η συνάντηση αυτή ήταν λύτρωση, καθώς έθρεψε ελπίδες πως η Τουρκία θα είναι το κράτος εκείνο το οποίο θα στηρίξει στην πράξη το αίτημα για περιορισμό του εποικισμού της Δυτικής Όχθης, άρση του αποκλεισμού της περίκλειστης από το Ισραήλ Λωρίδας της Γάζας και τέλος τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους.
Δεν είναι τυχαίο πως η στάση του Ερντογάν απέναντι στο Ισραήλ, έχει αυξήσει σημαντικά την δημοφιλία του Τούρκου προέδρου στην κατεχόμενη Παλαιστίνη αλλά και σε πολλά αραβικά κράτη, οι ηγεσίες των οποίων συμμαχούν σιωπηρά ή φανερά με το Ισραήλ.
Η μάχη του Ερντογάν…απέναντι στην αποικιοκρατία
Η προσπάθεια του Ερντογάν να παρουσιάσει τον Εμανουέλ Μακρόν ως αποικιοκράτη μόνο τυχαία δεν είναι. Όπως και κάθε ηγέτης, έτσι και ο Τούρκος πρόεδρος πέρα από την ικανότητα να προβάλει ισχύ, χρειάζεται και την νομιμοποίηση όχι μόνο από το εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας αλλά από τους πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής.
Η παρουσίαση λοιπόν της δικής του μάχης για εδραίωση στην περιοχή από τα τουρκικά και φιλοτουρκικά μέσα ως αντιαποικιοκρατικός αγώνας, μέσω του οποίου η Τουρκία επιχειρεί να αποκαταστήσει τις αδικίες που οι αποικιοκράτες επέβαλαν στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τον 20ο αιώνα αυξάνει την δημοφιλία του Τούρκου προέδρου στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο Ερτοργούλ και η οθωμανική ταυτότητα
Πέρα όμως από τα οικονομικά, διπλωματικά, εκπαιδευτικά εργαλεία, η Τουρκία έχει ένα ακόμα όπλο στην φαρέτρα της. Αυτό δεν είναι άλλο από τις τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες σήμερα γίνονται ανάρπαστες στον μουσουλμανικό κόσμο.
Μέσω αυτών των παραγωγών, το αφήγημα του Ερντογάν και η στόχευση του για την ανασύσταση του οθωμανικού ιδεώδους, περνάει σε εκατομμύρια σπίτια Μουσουλμάνων, υπογραμμίζοντας το ένδοξο παρελθόν του Ισλάμ σε σύγκριση με τη σημερινή πραγματικότητα.
Την ίδια ώρα όμως οι τουρκικές παραγωγές, όπως ο Ερτοργούλ, μεταφέρουν την ιδέα πως η Τουρκία έχει τον ιστορικό ρόλο να αναγεννήσει τον ισλαμικό κόσμο, καθώς αυτή είναι που διαθέτει τους έξυπνους, διορατικούς και ισχυρούς ηγέτες για να το πετύχει.
Σήμερα, υπολογίζεται πως οι τουρκικές παραγωγές είναι δεύτερες στην προτίμηση του μουσουλμανικού κόσμου μετά τις αμερικανικές, ενώ την ίδια ώρα έχουν οδηγήσει εκατομμύρια Μουσουλμάνους να επισκεφθούν την Τουρκία και να έρθουν πιο κοντά στην τουρκική κουλτούρα.
«Οι τηλεοπτικές παραγωγές μας φέρνουν κοντά με εκατομμύρια Μουσουλμάνους… τόσους που αλλιώς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα αποκτήσουμε» ανέφερε το 2015 ο υπουργός μέσων ενημέρωσης της τουρκικής κυβέρνησης, αποδεικνύοντας πως η εικόνα είναι κρίσιμη για την τουρκική κυβέρνηση.