Παναγιωτόπουλος: Αυξημένες οι ροές στο Νότιο Αιγαίο – Το μεταναστευτικό είναι ζήτημα ευρωπαϊκό

Στις αυξημένες μεταναστευτικές ροές από το Νότιο Αιγαίο, τη συνεργασία με την Τουρκία και τη διαχείριση του μεταναστευτικού ευρύτερα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, σε πρωινή τηλεοπτική συνέντευξή του.

«Χθες, όντως, στη συζήτηση μίας επίκαιρης ερώτησης στη Βουλή είδαμε τα νούμερα που κατά καιρούς έχουνε βγει και υπολογίζουμε ότι κάπου εκεί (60%) πρέπει να είναι αυξημένες οι ροές. Δεν αρνηθήκαμε ποτέ και εγώ προσωπικά ποτέ δεν κρύφτηκα να πω ότι δεν είναι αυξημένες οι ροές φέτος για πολλούς λόγους», είπε ο υπουργός, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι η αύξηση εντοπίζεται κυρίως στο Νότιο Αιγαίο. Όπως σημείωσε, οι ροές στον Έβρο είναι οριακά μειωμένες κατά 5% και στο Βόρειο Αιγαίο είναι περίπου οι ίδιες με πέρυσι. «Εκεί που είναι πολύ αυξημένες οι ροές είναι αφενός από το Νότιο Αιγαίο, στην περιοχή των Δωδεκανήσων και βέβαια το καινούριο στοιχείο είναι η Κρήτη. Πέρυσι, θυμίζω, το είπα και χθες στη Βουλή, εισήλθαν όλο το 2023 εβδομήντα επτά παράνομοι μετανάστες. Φέτος, μέχρι στιγμής είναι γύρω στους 2.700, άρα έχουμε δραματική αύξηση. Βέβαια, η Κρήτη είναι διαφορετική υπόθεση διότι ξεκινάς το ταξίδι από τα βόρειοαφρικανικά παράλια, τη Λιβύη κατά κύρια βάση, είναι πολύ πιο επικίνδυνο ταξίδι από το ολιγόλεπτο ταξίδι να περάσεις από μικρασιατικά παράλια στα νησιά μας, τα Δωδεκάνησα, και δεν γίνεται αυτό κάθε μέρα, γίνεται όμως με μεγαλύτερα πλωτά μέσα, μεγαλύτερα καράβια, όχι πιο ασφαλή ασφαλώς, καρυδότσουφλά θα τα περιέγραφα για αυτό και είναι επικίνδυνο ταξίδι αλλά όπως καταλαβαίνετε έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα», τόνισε.

Για τη στάση της Τουρκίας, ο κ. Παναγιωτόπουλος επεσήμανε: «Η Τουρκία έχει υπογράψει μία συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2016. Βάση τη συμφωνίας αυτής προβλέπονται επιστροφές στην Τουρκία, επιστροφές δεν γίνονται. Από το τέλος του 2019 και μετά τον Μάρτιο του 2020 και τα γνωστά θέματα στον Έβρο, έχει σταματήσει εντελώς να δέχεται επιστροφές και νομίζω ότι είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να ξαναδούμε. Στην αρχή είχε επικαλεστεί τον covid που ξεσπούσε τότε και επομένως η αδυναμία πλήρους μετακίνησης, που σήμαινε αδυναμία πραγματοποίησης επιστροφών. Η Ευρώπη πρέπει να δει πώς θα συζητήσει, να πιέσει ξανά την Τουρκία για να ξαναρχίσει να κάνει επιστροφές, οι επιστροφές μάλλον θα γίνονται από Ελλάδα». Επίσης, υπογράμμισε ότι στο μεταναστευτικό, ιδίως στην καταπολέμηση των παράνομων κυκλωμάτων διακινητών, πρέπει να υπάρχει συνεργασία, θέμα για το οποίο πρόκειται να μιλήσει στην επίκειμενη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του, Αλί Γερλικαγιά.

Ακόμη, ο υπουργός επανέλαβε την πάγια ελληνική θέση «ότι η διαχείριση του μεταναστευτικού δεν είναι μόνο θέμα κάθε μίας χώρας ξεχωριστά, είναι θέμα ευρωπαϊκό. Χθες, ο πρωθυπουργός, στη Νέα Υόρκη, είπε ότι η παγκόσμιες προκλήσεις απαιτούν παγκόσμιες λύσεις και το μεταναστευτικό, θεωρώ ότι είναι μία, όχι μόνο ευρωπαϊκή, αλλά παγκόσμια πρόκληση», τασσόμενος υπέρ της ευρωπαϊκής επίλυσης των προβλημάτων σε αυτόν τον τομέα. Ιδιαίτερα στάθηκε στη στάση της Γερμανίας, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει τεράστιο ζήτημα. «Έχω πει ότι μαζικές επιστροφές, ούτε συζητούνται στο τραπέζι, αλλά και τεχνικά, ρεαλιστικά δηλαδή είναι περίπου αδύνατο να γίνουν, για το γεγονός ότι δεκάδες χιλιάδες όπου έχουν βρεθεί στη Γερμανία, γιατί όλοι αυτοί ή μάλλον η συντριπτική τους πλειοψηφία περνάει από την Ελλάδα και από άλλες χώρες, για να καταλήξουν στη Γερμανία τελικά, όπου υπάρχει ένα πολύ γενναιόδωρο σύστημα παροχής επιδομάτων, κοινωνικών παροχών δηλαδή, που λειτουργεί ως μαγνήτης. Εκτιμώ ότι μετά τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, η Γερμανία θα μεταβάλει κάπως πολιτική και θα σταματήσει να είναι τόσο μαγνήτης για την παγκόσμια μετανάστευση, είτε με περικοπή επιδομάτων είτε με διάφορα μέτρα που θα την κάνουν λιγότερο ελκυστική σαν προορισμό».

Μιλώντας για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ανέφερε ότι «η ακροδεξιά και τα αντισυστημικά κόμματα, γενικά, νομίζω ότι δίνουν πολύ υπεραπλουστευμένες απαντήσεις σε πολύ περίπλοκες και σύνθετες ερωτήσεις και έτσι εύκολα χαϊδεύουν αυτιά και προσελκύουν ένα κομμάτι της υποψιασμένης, καχύποπτης ή επιφυλακτικής κοινής γνώμης εξ’ ου και η άνοδός τους. Το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο και περίπλοκο και νομίζω ότι δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Όμως, όντως, είναι ένα πρόβλημα και πρέπει όλοι να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά και να δούμε τι έγινε λάθος, τι πρέπει να βελτιωθεί».

Καταλήγοντας, ο κ. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι το ελληνικό κράτος είναι ασφαλώς πολύ πιο έτοιμο στη διαχείριση του μεταναστευτικού «γιατί με ευρωπαϊκό χρήμα αλλά και ελληνική προσπάθεια οργάνωσε ένα σύστημα υποδοχής που καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν διαθέτει. Λόγω της ανάγκης, λόγω της κατάστασης. Θυμίζω ότι πριν από μερικά χρόνια δεν υπήρχε καν υπουργείο Μετανάστευσης, τώρα υπάρχει. Το σύστημα υποδοχής και ταυτοποίησης της Ελλάδας, προκειμένου να υποβληθούν στις δομές υποδοχής οι αιτήσεις για το άσυλο, δουλεύει. Κάποτε η κριτική ήταν ότι “το πάτε πολύ αργά και εγκλωβίζετε αυτούς τους ανθρώπους στη χώρα σας”. Τώρα η κριτική έχει αντιστραφεί από τις ευρωπαϊκές χώρες γιατί έχουν πρόβλημα, “γιατί πάτε τόσο γρήγορα ρε παιδιά, τους διώχνετε όλους προς τα εμάς” μας λένε».