Η ελληνική κρίση και ο Μίκης Θεοδωράκης στα απομνημονεύματα της Άγγελα Μέρκελ

Εκτενή αναφορά στην Ελλάδα, κυρίως στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, επιφυλάσσει η Άγγελα Μέρκελ στα απομνημονεύματά της, με τίτλο «Ελευθερία», που κυκλοφορούν σήμερα. Η πρώην καγκελάριος αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις για τη διάσωση της Ελλάδας, στον ρόλο της χώρας στη μεταναστευτική κρίση και στην Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ ανασύρει και περιστατικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ένωνε την φωνή της με τον κόσμο που ζητούσε την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη από την Χούντα.

«Καθώς η μητέρα μου γνώριζε ελληνικά, με βοήθησε να ζητήσω με επιστολή στα ελληνικά την απελευθέρωσή του. Ένα πρωί μου είπε μια φίλη: Ο Μίκης μας πρόδωσε. Τι συνέβη; Ρώτησα. Απάντησε: Είναι ελεύθερος, αυτό θέλαμε, αλλά… Αλλά; Δεν ήρθε σε εμάς, πήγε στην Δύση», γράφει η κυρία Μέρκελ.

Στην Ευρωκρίση η Άγγελα Μέρκελ αφιερώνει 35 από τις 736 σελίδες του βιβλίου της, ξεκινώντας από την πρώτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μετά την αποκάλυψη ότι το ελληνικό έλλειμμα ανερχόταν στο 12,7% του ΑΕΠ και όχι στο 3,7%. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτούσε από την Ελλάδα να μειώσει το έλλειμμά της κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες το 2010. Ο (Γιώργος) Παπανδρέου συμφώνησε κατ’ αρχήν σε αυτό, αλλά δεν παρουσίασε σχέδιο για το πώς ήθελε να πετύχει αυτόν τον στόχο. Στο τηλεφώνημά μας είπα στον (Νικολά) Σαρκοζί ότι δεν έβλεπα τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα την επόμενη μέρα. Θεωρούσα αντιπαραγωγική μια συνάντηση χωρίς ξεκάθαρο στόχο, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετη αβεβαιότητα», γράφει η πρώην καγκελάριος. «Ο (Ζαν-Κλοντ) Τρισέ (σσ. τότε επικεφαλής της ΕΚΤ) κατέληξε με τα λόγια: Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί τώρα, γιατί διαφορετικά δεν είναι εγγυημένο ότι η χώρα θα μπορεί ακόμα να πάρει χρήματα από την κεφαλαιαγορά την άνοιξη. Όπως και την προηγούμενη μέρα, δεν μου ήταν ξεκάθαρο σε τι υποτίθεται ότι θα συνίστατο η βοήθεια. Ο (Ζοζέ Μανουέλ) Μπαρόζο είπε ότι συμμερίζεται την άποψη του Τρισέ, όπως και ο Σαρκοζί. Ο Γάλλος Πρόεδρος αναφέρθηκε και στις απαιτήσεις λιτότητας της Κομισιόν για την Ελλάδα και φώναξε θυμωμένος: «Η εξοικονόμηση τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ο ασφαλής δρόμος για εξέγερση στους δρόμους. Χρειαζόμαστε περισσότερες και όχι λιγότερες δημόσιες δαπάνες. Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!», θυμάται η τότε καγκελάριος, η οποία είχε μόλις ξεκινήσει τη δεύτερη θητεία της.

«Όλοι εκτός από εμένα και τον Παπανδρέου έγνεψαν καταφατικά. Ωστόσο, μία από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Γερμανία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν η ρήτρα μη διάσωσης (No-Bail-Out), δηλαδή η υποχρέωση κάθε κράτος να είναι υπεύθυνο για την αποπληρωμή των δικών του χρεών. Αυτό εδραιώθηκε στις συνθήκες της ΕΕ. Όλοι στην αίθουσα γνώριζαν τη νομική κατάσταση, αλλά κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται. Στην αρχή είπα κάτι συμφιλιωτικό: “Φυσικά και θέλω να βοηθήσω, είμαστε μια κοινή ευρωζώνη”, αλλά αμέσως πρόσθεσα, “δεν μπορώ να δώσω χρήματα σε καμία περίπτωση”. Αφού παρατήρησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει τίποτα ακόμα, του μίλησα ευθέως: Τι θέλεις πραγματικά; Μου απάντησε ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά ότι η Ελλάδα τα πάει πολύ άσχημα».

Στη συνέχεια η Άγγελα Μέρκελ περιγράφει ότι ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ επέμενε ότι η Ελλάδα έπρεπε να βοηθηθεί, διαφορετικά θα κινδύνευαν και άλλες χώρες στην Ευρωζώνη και παραδέχεται ότι η ίδια επέμενε να μην δώσει χρήματα «διότι δεν ανέχομαι να παραβιάσω τις συνθήκες». Το Συνταγματικό μας Δικαστήριο έχει αποφασίσει εδώ ξεκάθαρα: Ισχύει η ρήτρα μη-διάσωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Δεν θα παραβιάσω τους νόμους εν γνώσει μου, γράφει σχετικά. «Την ίδια στιγμή σκέφτηκα: Όλοι εδώ θέλουν κάτι από σένα. Γιατί κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να εξοικονομήσει χρήματα;».

Σύμφωνα με την αφήγηση της κυρίας Μέρκελ, ο κ. Παπανδρέου ζήτησε πίστωση χρόνου προκειμένου να καταθέσει προτάσεις περιορισμού του ελλείμματος. «Βρήκα την αντίδρασή του αδιανόητη. Από τη μία πλευρά υπήρχε μεγάλη πίεση να γίνει κάτι και από την άλλη φαινόταν σα να είχε όλο τον χρόνο του κόσμου», γράφει χαρακτηριστικά και αναγνωρίζει τον σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο του τότε προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Φαν Ρομπάι. Η ίδια, συνεχίζει, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, ανησυχούσε για το γεγονός ότι η νεοσύστατη κυβέρνησή της θα έπρεπε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα το οποίο όμως δεν είχε τεθεί στην προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων. Επιπλέον, «είχαν ξυπνήσει και πάλι οι παλιοί φόβοι από την εποχή που ο Χέλμουτ Κολ εισήγαγε το ευρώ», καθώς υπήρχαν ακόμη κάποιοι που δεν πίστευαν ότι το κοινό νόμισμα θα γινόταν τόσο σταθερό όσο το γερμανικό μάρκο. «Η προθυμία να βοηθήσουμε την Ελλάδα ήταν περιορισμένη. Για εμένα και τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και για ολόκληρο τον κυβερνητικό συνασπισμό, η μόνη επιλογή ήταν τα διμερή δάνεια για την Ελλάδα σε συνδυασμό με δάνεια από το ΔΝΤ, τα οποία κάποια μέρα θα έπρεπε να αποπληρωθούν με τόκους. Έπρεπε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπορούσαν να δοθούν ξανά εσφαλμένες πληροφορίες για το έλλειμμα μιας χώρας στην ΕΕ. Η ανταγωνιστικότητα ορισμένων μελών της Ευρωζώνης έπρεπε επίσης να βελτιωθεί. Η φιλοσοφία μας ήταν: Βοήθεια, ναι, αλλά μόνο σε συνδυασμό με μέτρα», τονίζει στο βιβλίο της η πρώην καγκελάριος.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην 23 Απριλίου 2010, όταν ανακοινώθηκε ότι το ελληνικό έλλειμμα θα ξεπερνούσε το 15%. «Τότε, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν βρισκόταν στην πρωτεύουσα Αθήνα, αλλά στο μικρό νησί Καστελόριζο κοντά στις τουρκικές ακτές. Επρόκειτο να κάνει δημόσια δήλωση για την κατάσταση στη χώρα του. Με λαμπερή λιακάδα, με φόντο το γραφικό λιμανάκι, ανακοίνωσε ότι πλέον θα υποβάλει αίτημα για βοήθεια στο Eurogroup και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προετοίμασε τους πολίτες του για μια δύσκολη στιγμή, μίλησε για μια νέα οδύσσεια», αναφέρει. Η ίδια, λίγες ημέρες αργότερα μιλούσε στην Bundestag για «μοναδική επιλογή, χωρίς εναλλακτική» και για «έσχατη λύση», προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του νομίσματος.

«Αλλά είχα όντως δίκιο; Δεν υπήρχαν εναλλακτικές τις οποίες απλώς δεν είχαμε αποφασίσει; Φυσικά, υπάρχουν πάντα εναλλακτικές στη ζωή. Ακραία μιλώντας, ακόμη και το να πηδήξεις από την οροφή είναι μια εναλλακτική – μια εναλλακτική έναντι της ζωής. Ακραία μιλώντας, η κατάρρευση της IKB και της HRE Bank και το τέλος του ευρώ θα ήταν επίσης μια εναλλακτική λύση στις αποφάσεις μου – αλλά όχι σοβαρή για μια χώρα όπως η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, στην καρδιά αυτής της ηπείρου, με πάνω από ογδόντα εκατομμύρια ανθρώπους. Ήμουν πεπεισμένη γι’ αυτό. Το 2009 και το 2010 επικρίθηκα σκληρά για την επιλογή της φράσης “χωρίς εναλλακτική”. Οι σχολιαστές με κατηγόρησαν για αυταρχική συμπεριφορά, για το ότι αντί να εξηγήσω το θέμα λεπτομερώς, απέρριψα όλα τα αντεπιχειρήματα και ανακοίνωσα οδηγίες με το ύφος “πάρε το ή άφησέ το”. Σκοπός μου όμως ήταν το αντίθετο», εξηγεί.

Η Άγγελα Μέρκελ χαρακτηρίζει επίσης «ανοησία» τον ισχυρισμό της τότε γερμανικής αντιπολίτευσης ότι προσπαθούσε να κλείσει το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης πριν από τις κρατιδιακές εκλογές στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. «Η κατάσταση στην Ευρώπη παραήταν σοβαρή για να επιτρέψω στον εαυτό μου να το σκεφτεί. Αντίθετα, δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα πριν η χώρα παρουσιάσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων», υποστηρίζει.

Αναφερόμενη στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, η κυρία Μέρκελ γράφει ότι ο Γιώργος Παπανδρέου «είχε μεγάλη δυσκολία να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί και μέσα στην απελπισία του, είχε αποφασίσει τον Οκτώβριο του 2011 να αφήσει τον λαό να αποφασίσει σε δημοψήφισμα για το πακέτο μέτρων λιτότητας, αλλά εγκατέλειψε γρήγορα το σχέδιό του, όταν ο Μπαρόζο, ο Φαν Ρομπάι, ο Σαρκοζί και εγώ του καταστήσαμε σαφές στο περιθώριο της συνόδου της G20 στις Κάννες στις 3 και 4 Νοεμβρίου 2011 ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν αναπόφευκτες». Λίγο αργότερα, παραιτήθηκε, ανέλαβε μια μεταβατική κυβέρνηση και ο Αντώνης Σαμαράς εξελέγη πρωθυπουργός στις εκλογές του Ιουνίου 2012, προσθέτει η Άγγελα Μέρκελ. Για τον πρώην πρωθυπουργό αναφέρει ότι «δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονταν με το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» και ακολούθησε η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα.

Αναφερόμενη στην πρώτη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην καγκελαρία στις 23 Μαρτίου 2015, η Άγγελα Μέρκελ ομολογεί ότι την περίμενε με περιέργεια και μεγάλο ενδιαφέρον, για να γνωρίσει καλύτερα την προσωπικότητα του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού που ήταν κατά 20 χρόνια νεότερός της. «Μου είχε κάνει συμπαθητική εντύπωση, δεν μπορούσα να πω περισσότερα ακόμη. Από τις πρώτες συναντήσεις ήξερα ότι μιλούσε καλά αγγλικά», γράφει η πρώην καγκελάριος και υπενθυμίζει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε καθυστερήσει να φθάσει στην καγκελαρία, διότι σταμάτησε για να μιλήσει με τους διαδηλωτές της Αριστεράς οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο. Κατά την διάρκεια των συνομιλιών, η κυρία Μέρκελ φαίνεται να έχει θετική διάθεση απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό, αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι το να βρεθεί ένας τρόπος η ελληνική κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της τρόικας χωρίς να αθετήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της, ισοδυναμούσε, όπως λέει χαρακτηριστικά, με τετραγωνισμό του κύκλου.

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Άγγελα Μέρκελ, οι ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρούσαν ότι είχαν συμφωνήσει στο νέο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε ότι θα διαβουλευθεί με το υπουργικό του συμβούλιο. Σε τηλεφώνημά του αργότερα τη νύχτα, ανακοίνωσε την απόφαση για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο οποίο η εισήγηση της κυβέρνησης θα ήταν υπέρ του «όχι». «Αυτή ήταν ίσως η στιγμή της μεγαλύτερης έκπληξης από όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει στην πολιτική μου ζωή», γράφει η κυρία Μέρκελ σχετικά.

Σε διαφορετικό τόνο, η κυρία Μέρκελ περιγράφει ως θαρραλέα και αποφασιστική την δράση του Αλέξη Τσίπρα και του πρώην πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας με την Συμφωνία των Πρεσπών.