Άρειος Πάγος: Απόφαση 688/2017 – Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου – Απαγορεύεται η δυσμενής διάκριση η οποία αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό

Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου – Απαγορεύεται η δυσμενής διάκριση η οποία αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό

 

Απόφαση 688 / 2017  

(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται (Ολ. ΑΠ 16/2015 και ΑΠ 17/2015).
Προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας επί των αμοιβών είναι η παροχή εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος).
Για την κατάφαση της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί μόνο το να είναι η εργασία του συγκρινόμενου υπαλλήλου ή μισθωτού ίση ποιοτικά και ποσοτικά προς την εργασία εκείνου που ευνοήθηκε αλλά απαιτείται να παρέχεται υπό ουσιωδώς όμοιες συνθήκες (Ολ. ΑΠ 13/2003).

ΑΠ  688/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “…………………. που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “………………” (………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ………….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Α. χήρας Ν., το γένος Μ., 2) Κ. Α. του Ν. και 3) Γ. Α. του Ν., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-10-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5833/2010 του ίδιου δικαστηρίου και 4073/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-5-2015 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 22-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του εκ του άρθρου 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγου της αίτησης και την απόρριψη του ίδιου λόγου κατά το τελευταίο σκέλος του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Aπό τις …/16-9-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δ. Α., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει το επισπεύδον τη συζήτηση της υπόθεσης αναιρεσείον, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης για αναίρεση της 4073/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 12-1-2016 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσιβλήτους. Περαιτέρω από τις: α) …/18-3-2016 και β) …/9-6-2016 εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή, τις οποίες επίσης επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον, προκύπτει ότι αυτό επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους, αντιστοίχως: α) την 53/26-2-2016 βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέως του Αρείου Πάγου ότι η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από τη δικάσιμο της 12-1-2016 για εκείνη της 24-5-2016 και β) την …-6-2016 βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως του ίδιου δικαστηρίου ότι η συζήτηση αναβλήθηκε εκ νέου από τη δικάσιμο της 24-5-2016 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (24-1-2017), καθώς και κλήση προς συζήτηση κατά τις δικασίμους αυτές. Εξ άλλου από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την τελευταία αυτή νόμιμη δικάσιμο της υπόθεσης (24-1-2017) δεν παρέστησαν οι αναιρεσίβλητοι ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Εφόσον δε η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολήν δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ και δ Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β του ίδιου κώδικα), πρέπει οι αναιρεσίβλητοι να δικασθούν ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται (Ολ. ΑΠ 16/2015 και ΑΠ 17/2015).
Προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας επί των αμοιβών είναι η παροχή εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος).
Για την κατάφαση της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί μόνο το να είναι η εργασία του συγκρινόμενου υπαλλήλου ή μισθωτού ίση ποιοτικά και ποσοτικά προς την εργασία εκείνου που ευνοήθηκε αλλά απαιτείται να παρέχεται υπό ουσιωδώς όμοιες συνθήκες (Ολ. ΑΠ 13/2003).

Εξ άλλου στο άρθρο τέταρτο του ν. 2371/1996 “Κύρωση Ευρωπαϊκής Σύμβασης κατά του ντόπιγκ και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 2) ορίζεται ότι: “1. Από τα έσοδα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, που προβλέπονται στην παρ. 6 περ. α εδάφια αα και ββ του άρθρου 40 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α), όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 39 του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 149 Α) και όπως αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α), καθώς και από τα έσοδα που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 6 του β.δ/τος 20/29.12.1958 (ΦΕΚ 228 Α), όπως αυτά εκάστοτε διαμορφώνονται, αποδίδεται ποσό κάθε χρόνο υπέρ λογαριασμού με την επωνυμία “Λογαριασμός αλληλοβοήθειας μονίμων και αορίστου χρόνου υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού”, ύστερα από σχετική απόφαση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού Υπουργού ή Υφυπουργού, που εκδίδεται το πρώτο δίμηνο κάθε χρόνου. Ο ανωτέρω λογαριασμός συνιστάται με το παρόν στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και τηρείται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό, που ανοίγεται σε οποιαδήποτε τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα… 2. Το ποσό διανέμεται σε όλους τους μόνιμους και τους με σύμβαση αορίστου χρόνου υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Με απόφαση του αρμόδιου για θέματα Αθλητισμού Υπουργού ή Υφυπουργού καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία διανομής του ποσού και διαχείρισης του λογαριασμού. Tο ύψος του συνολικού ποσού, που θα αποδίδεται κατ’ έτος στον εν λόγω λογαριασμό, αναπροσαρμόζεται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού Υπουργού ή Υφυπουργού”. Με την Γ.Υ. 221/16-1-1996 (ΦΕΚ Β 35) απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού “Σύσταση Λογαριασμού Αλληλοβοηθείας υπαλλήλων Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και καθορισμός του τρόπου διαχείρισης και της διαδικασίας διανομής της ειδικής αποζημίωσης” και την τροποποιητική αυτής Γ.Υ. 1958/9-5-1996 (ΦΕΚ Β 362) όμοια απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος άρθρου τέταρτου του ν. 2371/1996, ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “Καθορίζουμε τους όρους, τις προϋποθέσεις, το ύψος και τη διαδικασία διανομής της ειδικής αποζημίωσης στους μονίμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους της Γ.Γ.Α. ως κατωτέρω: 1. Από το παρακρατούμενο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ποσοστό από τα έσοδα του ΛΟΤΤΟ-ΠΡΟΤΟ και ΠΡΟ-ΠΟ, βάσει της κείμενης νομοθεσίας αποδίδεται ποσό, το ύψος του οποίου κατά την πρώτη εφαρμογή καθορίζεται στα τριακόσια εκατομμύρια δραχμές, στο “Λογαριασμό Αλληλοβοήθειας μονίμων και αορίστου χρόνου υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού”, από το οποίο διανέμεται στους υπαλλήλους της Γ.Γ.Α ως ειδική αποζημίωση ποσό διακοσίων εβδομήντα εκατομμυρίων (270.000.000) δραχμών. 2. Δικαιούχοι της ως άνω αποζημίωσης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου ν. 2371/1996 είναι: α) Όλοι οι μόνιμοι και με σύμβαση αορίστου χρόνου υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού που υπηρετούν και μισθοδοτούνται από αυτή. β) Αυτοί που προσλαμβάνονται στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια του έτους λαμβάνουν την ειδική αποζημίωση από την πρώτη Ιανουαρίου του επομένου έτους. Την ανωτέρω αποζημίωση δεν δικαιούνται: α) Οι υπάλληλοι που βρίσκονται σε άδεια άνευ αποδοχών, καθώς επίσης και οι υπάλληλοι που δεν προσφέρουν υπηρεσία λόγω θέσεως σε αργία ή αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά τους ή λόγω πειθαρχικού αδικήματος. Στους υπαλλήλους αυτούς καταβάλλεται η αποζημίωση μειωμένη ανάλογα με το χρόνο που απουσίασαν. Με τις ίδιες προϋποθέσεις (χρόνος προσφοράς υπηρεσιών κ.λ.π.) καταβάλλεται η αποζημίωση σε όσους αποχωρούν από την υπηρεσία μέσα στη διάρκεια του έτους. γ) Οι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, της Βουλής, των Πολιτικών Κομμάτων, των πολιτικών γραφείων Υπουργών, Υφυπουργών και Γενικών Γραμματέων, Νομικών Προσώπων, υπάλληλοι της Γ.Γ.Α. που μισθοδοτούνται από αυτή εφόσον λαμβάνουν οποιαδήποτε προσαύξηση αποδοχών ή αποζημίωση, που έχει ειδικώς προβλεφθεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας στην οποία έχουν αποσπασθεί. Σε περίπτωση που δεν λαμβάνουν οποιαδήποτε προσαύξηση αποδοχών ή το ύψος αυτής δεν ανέρχεται στο ύψος της παρούσης αποζημίωσης που θα ελάμβαναν αν δεν είχαν αποσπασθεί, θα προσκομίζουν σχετική βεβαίωση της υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένοι και θα λαμβάνουν ολόκληρη την αποζημίωση ή τη διαφορά. 3. Η ως άνω αποζημίωση καταβάλλεται ισομερώς σε όλους τους δικαιούχους υπό μορφή μηνιαίας αποζημίωσης. 4. Για την αντιμετώπιση της δαπάνης της ειδικής αυτής αποζημίωσης κατατίθεται εντός του πρώτου διμήνου κάθε έτους στο “Λογαριασμό Αλληλοβοήθειας μονίμων και αορίστου χρόνου υπαλλήλων της Γ.Γ.Α.” που συστήθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν. 2371/1996 και τηρείται σε ειδικό λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια ονομασία, το εκάστοτε καθοριζόμενο κατ’ έτος ποσόν, από τον αρμόδιο για την απόδοση των εσόδων της Γ.Γ.Α φορέα. 5. Η πληρωμή της εν λόγω αποζημίωσης στους δικαιούχους υπαλλήλους γίνεται κάθε μήνα με ειδικές μισθοδοτικές καταστάσεις μέσω τραπεζικών λογαριασμών με ευθύνη των διαχειριστών και των δικαιούχων με βάση το συνολικό ύψος του διατεθέντος ποσού για το τρέχον οικονομικό έτος, οι οποίες θα υπογράφονται από τον εκάστοτε εκκαθαριστή αποδοχών και το διευθυντή οικονομικού της Γ.Γ.Α…”. Εξ άλλου με το άρθρο 8 ν. 2470/1997 “Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις” (ΦΕΚ Α 40) ρυθμίσθηκαν σε νέα βάση τα χορηγούμενα προς τους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τακτικά επιδόματα και καθιερώθηκαν εκ νέου τα επιδόματα των υπαλλήλων αυτών. Περαιτέρω στο άρθρο 10 παρ. 4 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι καταργούνται όσα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις εχορηγούντο στο παρελθόν στους ανωτέρω υπαλλήλους και δεν διατηρούνται ρητώς με το άρθρο αυτό. Μεταξύ δε των διατηρουμένων επιδομάτων ή αποζημιώσεων δεν περιλαμβάνεται η ειδική αποζημίωση του άρθρου τέταρτου του ν. 2371/1996. Με το άρθρο 13 ν. 2470/1997 καθιερώθηκε η χορήγηση νέου κινήτρου απόδοσης υπό τη μορφή χορήγησης μηνιαίου χρηματικού ποσού για την αύξηση της αποδοτικότητας εν γένει των μονίμων υπαλλήλων, το οποίο βαρύνει τους λογαριασμούς από τους οποίους εχορηγούντο τα επιδόματα, οι αμοιβές ή αποζημιώσεις που καταργήθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 10. Το κίνητρο απόδοσης διαμορφώθηκε για το έτος 2001 με το άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ Α 285). Ακόμη με το ίδιο ως άνω άρθρο 13 ν. 2470/1997 ορίσθηκε ότι: “Τυχόν απομένοντα υπόλοιπα υπέρ των δικαιούχων σε λογαριασμούς της προηγουμένης παραγράφου ρυθμίζονται από 1-1-1997 με πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν κοινής πρότασης των Υπουργών Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου ή με κοινές αποφάσεις των ιδίων Υπουργών. Μέχρι την έκδοση των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ή των κοινών υπουργικών αποφάσεων, οι προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται ως διαφορά, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις, μειωμένες κατά το ποσό του κινήτρου απόδοσης του άρθρου αυτού” (παρ. 7). “Στη ρύθμιση της προηγουμένης παραγράφου εμπίπτουν τα ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις…. του άρθρου τέταρτου του ν. 2371/1996…” (παρ. 8). Ακολούθως με το άρθρο 23 παρ. 3 του ανωτέρω ν. 2470/1997 ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου (1-1-1997) παύει η καταβολή των επιδομάτων και αποζημιώσεων με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας ή αυξημένης ευθύνης μέσω ειδικών λογαριασμών, με την επιφύλαξη της ισχύος μόνο των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του προαναφερθέντος άρθρου 13. Με την 2026439/3480/0022/1997 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 462) οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 14, 17 έως και 20, 22 έως και 29, 31 και 33 του ν. 2470/1997 επεκτάθηκαν και έχουν ανάλογη εφαρμογή στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξ άλλου, κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του ίδιου ν. 2470/1997 (άρθρα 26, 10 παρ. 4 και 13 παρ. 7 και 8) εκδόθηκε η 2/48597/0022/5-7-1999 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β 1487) υπό τον τίτλο “Ρύθμιση κατανομής των χρηματικών διαθεσίμων που απομένουν ως υπόλοιπα στον ειδικό έντοκο λογαριασμό του νόμου 2371/1996, σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 13 παρ. 7 του νόμου 2470/1997″, με την οποία καθορίσθηκε η καταβολή της διαφοράς μεταξύ της ειδικής αποζημιώσεως του ειδικού εντόκου λογαριασμού του ν. 2371/1996 και του κινήτρου απόδοσης του ν. 2470/1997, ανά κατηγορία προσόντων. Ακόμη, με την ίδια ως άνω υπουργική απόφαση ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι: ” Η ως άνω αποζημίωση (δηλαδή, η κατά ανωτέρω καθορισθείσα διαφορά) καταβάλλεται σε όλους τους δικαιούχους υπό μορφή μηνιαίας αποζημίωσης” (παρ. 1). “Δικαιούχοι της ως άνω αποζημίωσης, κατ` εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου τετάρτου του ν. 2371/1996, είναι: α) Όλοι οι μόνιμοι και με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, που υπηρετούν και μισθοδοτούνται από αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2470/1997. β) Αυτοί που προσλαμβάνονται στην υπηρεσία, καθώς και όσοι μετατάσσονται σε αυτή κατά τη διάρκεια του έτους, λαμβάνουν την ειδική αποζημίωση από την πρώτη Ιανουαρίου του επομένου έτους. Την ανωτέρω αποζημίωση δεν δικαιούνται: α) Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι ορισμένου χρόνου, καθώς και οι ωρομίσθιοι. β) Οι υπάλληλοι που βρίσκονται σε άδεια άνευ αποδοχών, καθώς επίσης και οι υπάλληλοι που δεν προσφέρουν υπηρεσία λόγω θέσεως σε αργία ή αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά τους ή λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. Στους υπαλλήλους αυτούς καταβάλλεται η αποζημίωση μειωμένη ανάλογα με το χρόνο που απουσίασαν. Με τις ίδιες προϋποθέσεις (χρόνος προσφοράς υπηρεσιών κ.λ.π.) καταβάλλεται η αποζημίωση σε όσους αποχωρούν από την υπηρεσία κατά τη διάρκεια του έτους. γ) Οι, καθ` οιονδήποτε τρόπο, αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, της Βουλής, των Πολιτικών Κομμάτων, των πολιτικών γραφείων Υπουργών, Υφυπουργών και Γενικών Γραμματέων, Νομικών Προσώπων, υπάλληλοι της Γ.Γ.Α. που μισθοδοτούνται από αυτή, εφόσον λαμβάνουν οποιαδήποτε προσαύξηση αποδοχών ή αποζημίωση, που έχει ειδικώς προβλεφθεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας στην οποία έχουν αποσπασθεί. Σε περίπτωση που δεν λαμβάνουν οποιαδήποτε προσαύξηση αποδοχών ή το ύψος αυτής δεν ανέρχεται στο ύψος της παρούσης αποζημίωσης, που θα ελάμβαναν αν δεν είχαν αποσπασθεί, θα προσκομίζουν σχετική βεβαίωση της υπηρεσίας, στην οποία είναι αποσπασμένοι και θα λαμβάνουν ολόκληρη την αποζημίωση ή την διαφορά. δ) Οι, καθ` οιονδήποτε τρόπο, αποσπασμένοι υπάλληλοι στην Γ.Γ.Α., από άλλες υπηρεσίες ή Υπουργεία”. (παρ 2). “Η πληρωμή της εν λόγω αποζημίωσης στους δικαιούχους υπαλλήλους γίνεται κάθε μήνα με ειδικές μισθοδοτικές καταστάσεις μέσω τραπεζικών λογαριασμών, με ευθύνη των διαχειριστών και των δικαιούχων, με βάση το συνολικό ύψος του διατεθέντος ποσού για το τρέχον οικονομικό έτος, οι οποίες θα υπογράφονται από τον εκάστοτε εκκαθαριστή αποδοχών της Γ.Γ.Α.” (παρ. 3). “Η ευθύνη της διαχείρισης του λογαριασμού ανατίθεται σε πενταμελή διαχειριστική επιτροπή…” (παρ. 4). “Τυχόν αδιάθετα υπόλοιπα που υπάρχουν στη περίπτωση διάλυσης ή κατάργησης του διανέμονται στους δικαιούχους υπαλλήλους” (παρ. 7 εδ. β). “Η ειδική αυτή αποζημίωση καταβάλλεται ανεξάρτητα από κάθε άλλη υπερωριακή αποζημίωση και υπόκειται σε όλες τις κρατήσεις και το φόρο πρόσθετων αμοιβών” (παρ. 8). “Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 1997” (παρ. 9). “Κάθε απόφαση αντίθετη προς τις διατάξεις της απόφασης αυτής καταργείται” (παρ. 10). Μετά την εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε με τον ίδιο τίτλο η 2/42477/0022/5-7-2000 απόφαση των προαναφερομένων Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β 912) με έναρξη ισχύος αυτής από 1-1-2000 (παρ. 8). Με την εν λόγω απόφαση, που κατήργησε κάθε απόφαση αντίθετη προς τις διατάξεις της (παρ. 9) και οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αυτής έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με εκείνες των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 7 και 8 της προηγηθείσης κατά τα ανωτέρω κοινής υπουργικής αποφάσεως, καθορίσθηκε η καταβολή της διαφοράς μεταξύ της ειδικής αποζημίωσης του ειδικού εντόκου λογαριασμού του ν. 2371/1996 και του κινήτρου απόδοσης του ν. 2470/1997 ανά κατηγορία προσόντων. Ακόμη με την ίδια ως άνω υπουργική απόφαση ορίσθηκε ότι η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους ως άνω δικαιούχους υπό μορφή μηνιαίας αποζημίωσης (παρ. 1). Στη συνέχεια εκδόθηκαν η 2/59395/0022/2001 απόφαση των ιδίων ως άνω Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β 1351) με έναρξη ισχύος αυτής από 1-1-2001 (παρ. 8) και η 2/47309/0022/2002 απόφαση των ίδιων ως άνω Υπουργών (ΦΕΚ Β 1127). Με τις εν λόγω αποφάσεις, που επίσης κατήργησαν διαδοχικά κάθε απόφαση αντίθετη προς τις διατάξεις της προηγούμενης αυτών (παρ. 9) και οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αυτών έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με εκείνες των ταυταρίθμων παραγράφων της προηγουμένης κοινής αποφάσεως των ανωτέρω Υπουργών, καθορίσθηκε η καταβολή στις ίδιες ως άνω κατηγορίες υπαλλήλων (εξαιρουμένων των ίδιων ακριβώς ως άνω υπαλλήλων) της διαφοράς μεταξύ της ειδικής αποζημίωσης του ειδικού εντόκου λογαριασμού του ν. 2371/1996 και του κινήτρου απόδοσης του ν. 2470/1997 ανά κατηγορία προσόντων και για τα έτη 2001 και 2002 αντίστοιχα. Εξ άλλου με το π.δ. 50/2000 “Ίδρυση Περιφερειακού Αθλητικού Κέντρου Θεσσαλονίκης” ιδρύθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 423/1976 και του π.δ. 53/98 “Διατήρηση εποπτείας ΝΠΔΔ από τη ΓΓΑ” το αρχικά εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Περιφερειακό Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Θεσσαλονίκης”. Ακολούθως με το άρθρο 59 παρ. 2 εδ. α ν. 4002/2001 το εν λόγω “Περιφερειακό Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Θεσσαλονίκης” και τρία ακόμη νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ήτοι το “Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο Θεσσαλονίκης”, το “Εθνικό Γυμναστήριο Μίκρας Θεσσαλονίκης” και το “Εθνικό Ναυταθλητικό Κέντρο Θεσσαλονίκης” καταργήθηκαν ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα και συγχωνεύθηκαν σε ένα νέο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστήθηκε με το νόμο αυτό, ήτοι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον με την επωνυμία “Εθνικά Αθλητικά Κέντρα Θεσσαλονίκης”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού και διέπεται από τις διατάξεις του ν. 423/1976 “Περί Γυμναστηρίων και ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις τον εξωσχολικόν Αθλητισμόν”, του ν. 665/1977 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί εξωσχολικού Αθλητισμού και Γυμναστηρίων νομοθεσίας και λοιπών συναφών διατάξεων” και του π.δ. 456/1988 “Οργάνωση και λειτουργία γυμναστηρίων”. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 423/1976 ορίσθηκε μεταξύ άλλων ότι: “1. Τα γυμναστήρια κατά την έννοιαν του παρόντος είναι νομικά πρόσωπα ή υπηρεσίαι και έχουν ως αποστολήν την προαγωγήν και διάδοσιν του αθλητισμού. Προς τον σκοπόν τούτον διαθέτουν οργανωμένους χώρους με γυμναστικάς και αγωνιστικάς εγκαταστάσεις, ως στάδια κολυμβητήρια, σκοπευτήρια, κέντρα ιστιοπλοΐας, αθλητικά κέντρα, χώρους χιονοδρομιών, αθλοπαιδιών, αντισφαιρίσεως, κέντρα νεότητος ή εντευκτήρια και χώρους αθλήσεως εν γένει. 2. Τα γυμναστήρια κατατάσσονται εις τας κάτωθι κατηγορίας: α) Ολυμπιακά, β) Εθνικά, γ) Δημοτικά, δ) Κοινοτικά και ε) Σωματειακά. 3. Εκ των κατά την προηγουμένην παράγραφον Γυμναστηρίων: α)… β) Τα υπό στοιχείον β αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)… γ) Τα υπό στοιχείον γ αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ. δ)… 4. Τα λειτουργούντα υπό μορφήν Ν.Π.Δ.Δ. Γυμναστήρια τελούν υπό την εποπτείαν και έλεγχον της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού…”. Εξ άλλου η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των υπό μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου λειτουργούντων γυμναστηρίων διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα σε συνδυασμό με εκείνες του ν. 1505/1984 και μετέπειτα του ν. 2470/1997, η δε πρόσληψη, απόλυση και λοιπές μεταβολές αυτών αποφασίζονται από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, η οποία (και) τους μισθοδοτεί με επιχορήγηση κάθε αντιστοίχου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που εκταμιεύεται από τα έσοδα του ΟΠΑΠ. Επίσης ο προϋπολογισμός των εν λόγω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκειται στον έλεγχο και την έγκριση της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Τέλος έργο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (Γ.Γ.Α.) είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός και η εφαρμογή της αθλητικής πολιτικής της χώρας, στο πλαίσιο της συνταγματικής υποχρέωσης του κράτους για την προστασία, ανώτατη εποπτεία και οικονομική στήριξη του αθλητισμού. Ειδικότερα αποστολή της Γ.Γ.Α. είναι: α) Η πρόληψη και διασφάλιση της υγείας του αθλητή και αθλούμενου. β) Η συστηματική καλλιέργεια, διάδοση και εμπέδωση στην κοινωνική συνείδηση του αθλητικού πνεύματος και των αξιών του Ολυμπισμού και η διάδοσή τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο με κάθε πρόσφορο μέσο. γ) Η επιστημονική τεκμηρίωση των αθλητικών αναγκών της χώρας και η αποτύπωσή τους σε στρατηγική αθλητική πολιτική, που εφαρμόζεται με επιχειρησιακά προγράμματα δράσεις, ενέργειες και έργα. δ) Η θεσμική, επιστημονική, υλικοτεχνική και οικονομική στήριξη των εποπτευομένων δημοσίων και ιδιωτικών αθλητικών φορέων (Ν.Π.), ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και ποιότητα στο παραγόμενο αθλητικό έργο τους. ε) Η εποπτεία και ο έλεγχος των πάσης φύσεως προσώπων ή φορέων που διέπονται από την αθλητική πολιτική της χώρας σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και η αξιολόγηση της δράσης τους με βάση τον εκάστοτε διαμορφούμενο στρατηγικό σχεδιασμό και προγραμματισμό της αθλητικής πολιτικής. Στην προκείμενη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Το εναγόμενο [σημ: εδώ αναιρεσείον] νομικό πρόσωπο με την επωνυμία “Εθνικά Αθλητικά Κέντρα Θεσσαλονίκης (Ε.Α.Κ.Θ.)”, το οποίο ως καθολικός διάδοχος του αρχικά εναγομένου νομικού προσώπου με την επωνυμία “Περιφερειακό Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΠΕΑΚ)” υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του τελευταίου… είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο εποπτεύεται και επιχορηγείται από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (Γ.Γ.Α)… Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του εναγομένου, δηλαδή οι όροι εργασίας τους και οι αποδοχές τους, διέπεται όπως ακριβώς και η αντίστοιχη των υπαλλήλων της Γ.Γ.Α. από τις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, όπως ισχύει σήμερα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 2470/1997…, οι οποίες δυνάμει της 2026439/3480/0022/30.5-6.6.1997 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 462) επεκτάθηκαν από 01-01-1997 και στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ… Η πρόσληψη, απόλυση και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές του προσωπικού του εναγομένου γίνονται από τη Γ.Γ.Α…και η μισθοδοσία του γίνεται με εκταμιευόμενη από τα έσοδα του Ο.Π.Α.Π. επιχορήγηση της Γ.Γ.Α. προς τούτο. Επίσης ο προϋπολογισμός του υπόκειται στον έλεγχο και την έγκριση της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού… Ο Ν. Α. του Γ. προσλήφθηκε από το εναγόμενο στις 12-2-1979 και μέχρι το θάνατό του… στις 25-1-2009 εργαζόταν σ’ αυτό. Από τις 20-3-2003 παρείχε την εργασία του ως υπάλληλος ΔΕ με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου… Η υπηρεσιακή κατάσταση του Ν. Α., δηλαδή οι όροι εργασίας και οι αποδοχές του διέπονταν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα από τις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα όπως ισχύει σήμερα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, όπως ακριβώς η αντίστοιχη των υπαλλήλων της Γ.Γ.Α., ενώ όσο ζούσε παρείχε στο εναγόμενο παρόμοια εργασία με εκείνη που παρέχουν οι υπάλληλοι του αντίστοιχου κλάδου της Γ.Γ.Α., στους οποίους χορηγείται η ένδικη αποζημίωση.
Συνεπώς υπάρχει ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ της υπηρεσιακής κατάστασης του ενάγοντος και των υπαλλήλων της Γ.Γ.Α. και ως εκ τούτου η χορήγηση της ένδικης ειδικής αποζημίωσης μόνο στους τελευταίους, χωρίς η παροχή της να συνδέεται με την παροχή επιπρόσθετης ή διαφορετικής από τη συνήθη εργασία εκ μέρους τους, έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Ούτε άλλωστε και οι προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη ή γεγονός (όπως ασυνήθης φόρτος εργασίας, ανάγκη ταχείας αντιμετώπισης κ.λπ.) θέτουν πρόσθετες για την καταβολή της αποζημίωσης προϋποθέσεις, όπως υπερωριακή εργασία, διαφορετικό είδος ως προς την ευθύνη, ειδικότητα, εκπαίδευση ή συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινή, επικίνδυνη, νυχτερινή κ.λπ.) πέραν των συνηθισμένων καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων ούτε τέλος πρόσθετα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα.
Συνεπώς, προς αποκατάσταση της διαταραχθείσας κατά τα ανωτέρω ισότητας, επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, να επεκταθεί η ανωτέρω ρύθμιση της ΓΥ 221/1996 απόφασης του αρμόδιου για αθλητικά θέματα Υφυπουργού Πολιτισμού, του άρθρου 13 του ν. 2470/1997 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας… 2/247309/0022/2002 κοινής υπουργικής απόφασης και στο Ν. Α., εργαζόμενο όσο ζούσε στο εναγόμενο, προκειμένου να λάβουν οι ενάγοντες [σημ: εδώ αναιρεσίβλητοι], ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, τη χορηγούμενη στο προσωπικό της Γ.Γ.Α. ειδική αποζημίωση, ανερχόμενη για το διάστημα από 1-1-2007 έως 25-1-2009 (ημερομηνία θανάτου του) το συνολικό ποσό των 6.750 ευρώ (270 ευρώ Χ 25 μήνες). Περαιτέρω… η πληρωμή της εν λόγω αποζημίωσης στους δικαιούχους υπαλλήλους γίνεται κάθε μήνα με ειδικές μισθοδοτικές καταστάσεις μέσω τραπεζικών λογαριασμών με ευθύνη των διαχειριστών και των δικαιούχων με βάση του διατεθέντος ποσού για το τρέχον οικονομικό έτος, οι οποίες θα υπογράφονται από τον εκάστοτε εκκαθαριστή αποδοχών της Γ.Γ.Α. Απαιτείται δηλαδή ειδική μισθοδοτική κατάσταση, διαφορετική από αυτήν των τακτικών αποδοχών, και απόφαση, διοικητικές δηλαδή πράξεις του αρμοδίου οργάνου, που επακολουθούν και εξειδικεύουν το περιεχόμενο της σχετικής αξίωσης κατά το ένδικο διάστημα. Κατά συνέπεια η παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών παράλειψη του αρμοδίου οργάνου του δημοσίου νομικού προσώπου του εναγομένου να εκδώσει την παραπάνω πράξη, συνιστά αδικοπραξία, από την οποία γεννάται κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν. Α.Κ. υποχρέωση του νομικού προσώπου για καταβολή αποζημίωσης ισόποσης προς την εκ της παραλείψεως της εκδόσεως της πράξεως και της εξ αυτής μη καταβολής της ένδικης αποζημίωσης ζημία του Ν. Α.”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (το οποίο προηγουμένως είχε δεχθεί τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση του εναγομένου που στρεφόταν κατ’ ερήμην αυτού εκδοθείσης απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε εξαφανίσει για το λόγο αυτό την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή είχε γίνει δεκτή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη, και είχε κρατήσει την υπόθεση), δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες, για την προεκτεθείσα αιτία και κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, το συνολικό ποσό των 6.750 ευρώ. Έτσι που έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις αναφερθείσες στην αρχή της παρούσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Τούτο διότι η προβλεπόμενη από αυτές ειδική αποζημίωση και ακολούθως η διαφορά μεταξύ αυτής και του κινήτρου απόδοσης, σύμφωνα με τη σαφή και κατ’ επανάληψη ρητά και πανομοιότυπα διατυπωθείσα νομοθετική βούληση, χορηγήθηκε και συνδέθηκε άμεσα με την παροχή πραγματικής εργασίας μόνο στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και μόνο από τους περιοριστικά αναφερόμενους εκεί μόνιμους και με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλους της που υπηρετούν πράγματι σ’ αυτήν κατά το συγκεκριμένο χρόνο ενόψει των καθηκόντων και των υπηρεσιών που προσφέρουν σ’ αυτήν και προς στήριξη της εύρυθμης λειτουργίας της, αποκλειομένων εκτός των κατηγοριών που προαναφέρθηκαν και εκείνων ακόμη των υπαλλήλων της ίδιας της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού που δεν προσέφεραν πραγματική υπηρεσία σ’ αυτήν, ακόμη και πρόσκαιρα, λόγω αδείας άνευ αποδοχών, θέσεως σε αργία, αδικαιολόγητης αποχής ή πειθαρχικού παραπτώματος και για όσο χρόνο απουσίασαν από αυτήν αλλά και των υπαλλήλων άλλων υπηρεσιών που υπηρετούν με απόσπαση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και εκ τούτου και των υπαλλήλων άλλων υπηρεσιών, ανεξαρτήτως αν εποπτεύονται από τη ρηθείσα (Γ.Γ.Α.) και επιχορηγούνται από αυτήν. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο νομοθέτης ήθελε την επέκταση της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης και ακολούθως της διαφοράς μεταξύ αυτής και του κινήτρου απόδοσης και στους υπαλλήλους των εποπτευομένων από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού πλείστων υπηρεσιών, ρητά θα είχε εκφράσει τούτο σε κάποια από τις περισσότερες των μιας διαδοχικά εκδοθείσες (με χρονική μεταξύ τους απόσταση) κοινές υπουργικές αποφάσεις που ακολούθησαν, το οποίο ουδόλως έπραξε. Το γεγονός ότι η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του αναιρεσείοντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται και επιχορηγείται από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, οι υπηρεσιακές μεταβολές τους γίνονται (με έγκριση) από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και ο προϋπολογισμός του υπόκειται στον έλεγχο και την έγκριση αυτής κατά τις περί αυτών παραδοχές της προσβαλλόμενης, δεν μεταβάλλει τη φύση της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης, η οποία κατά την εκφρασθείσα νομοθετική βούληση αποτελεί συγκεκριμένο μέτρο για την εξυπηρέτηση και στήριξη της λειτουργίας συγκεκριμένης υπηρεσίας (Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού) και του (περιορισμένου) αριθμού υπαλλήλων που υπηρετούν πράγματι σ’ αυτήν, αποκλειομένης της καταβολής της κατά το χρόνο απουσίας των από αυτήν. Ούτε οι προεκτεθέντες ευρύτατοι σκοποί της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, η οποία αποτελεί υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθορίζει μεταξύ άλλων την αθλητική πολιτική της χώρας, τη θεσμική, επιστημονική, υλικοτεχνική και οικονομική στήριξη των εποπτευομένων από αυτήν δημόσιων και ιδιωτικών αθλητικών φορέων, ταυτίζονται με τους προρρηθέντες σκοπούς του αναιρεσείοντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει αυτοτελή διοίκηση, διοριζόμενη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 ν. 435/1976, ξεχωριστό προϋπολογισμό με πηγές εσόδων τις καθοριζόμενες στο άρθρο 9 ν. 435/1976, μία των οποίων είναι “η τυχόν ετησία επιχορήγησις της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού” και το οποίο λειτουργεί αθλητικές εγκαταστάσεις και εκτελεί αθλητικά έργα, περιοριζόμενο στα τοπικά πλαίσια του νομού Θεσσαλονίκης, υφισταμένων διαφορετικών εκ του σκοπού των υπηρεσιών, πλέον του ότι η εν λόγω ειδική αποζημίωση συνδέθηκε αμέσως με τον ειδικό έντοκο “Λογαριασμό αλληλοβοήθειας μόνιμων και αορίστου χρόνου υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού”, που συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και τροφοδοτείται από τα έσοδα αυτής και του β.δ. 20/29-12-1958 και στη συνέχεια η σχετική διαφορά μεταξύ της ειδικής αυτής αποζημίωσης και του κινήτρου απόδοσης του ν. 2470/1997 βάρυνε τον ειδικό αυτό έντοκο λογαριασμό του ν. 2371/1996, στον οποίο δεν μετέχει το αναιρεσείον. Ούτε τέλος με βάση τις εκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης καθορίστηκαν ειδικώς τα καθήκοντα μεταξύ υπαλλήλου της κατηγορίας του αποβιώσαντος στο αναιρεσείον και υπαλλήλου της ίδιας κατηγορίας στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Εξ άλλου με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις των ν. 2371/1996 και 2470/1997 ο νομοθέτης εξουσιοδότησε τους αρμόδιους υπουργούς να διαθέτουν για τη χορήγηση της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης κρατικά έσοδα προερχόμενα από τις καθορισθείσες πηγές (ΛΟΤΤΟ και ΠΡΟΤΟ), τα οποία διατίθενται σε συγκεκριμένους αποδέκτες (Υπουργείο Πολιτισμού, Γενική Γραμματεία Αθλητισμού κ.λπ.) και για συγκεκριμένους σκοπούς οι οποίοι αναφέρονται στο νόμο (άρθρα 40 ν. 2065/1992 και 6 β.δ. 20/29-12-1958) και κατ’ ακολουθίαν δεν υπήρχε δυνατότητα χρήσης των εν λόγω εξουσιοδοτικών διατάξεων για τη χορήγηση της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης και σε υπαλλήλους του εναγομένου, με αποτέλεσμα η μη χορήγησή της στους ενάγοντες, με τη ρηθείσα ιδιότητά τους, να μη θεμελιώνει αδικοπρακτική σε βάρος αυτών συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου. Συνακόλουθα η μη χορήγηση της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης στον ήδη αποβιώσαντα Ν. Α., καθολικοί διάδοχοι του οποίου είναι οι ενάγοντες, δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος αυτού σε σχέση με τους υπηρετούντες στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού υπαλλήλους ούτε παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε θεμελιώνει αδικοπρακτική σε βάρος του ευθύνη των οργάνων του εναγομένου.
Συνεπώς ο μόνος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο επισημαίνονται τα ανωτέρω και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμος.
Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του. Εφόσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 580 παρ.3 εδ.α Κ.Πολ.Δ.). Στη συνέχεια πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η ασκηθείσα από το αναιρεσείον έφεση κατά της ερήμην αυτού εκδοθείσης απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, να γίνει αυτή δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν (άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ.), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση, να απορριφθεί στο σύνολό της ως μη νόμιμη η από 14-10-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία αυτοί εξέθεταν ότι είναι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Ν. Α., που υπηρετούσε ως υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο εναγόμενο από το έτος 1979 μέχρι το θάνατό του που επήλθε στις 25-1-2009 και ότι, αν και ο αποβιώσας τελούσε υπό το αυτό νομικό καθεστώς και τις ίδιες υπηρεσιακές συνθήκες με τους υπηρετούντες στη Γ.Γ.Α., το εναγόμενο δεν του κατέβαλε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως και 25-1-2009 την ένδικη αποζημίωση ποσού 270 ευρώ μηνιαίως και συνολικού ποσού 6.750 ευρώ, ζητούσαν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει το πιο πάνω ποσό των 6.750 ευρώ κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας και με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Τέλος πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της παρούσης δίκης διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ. β και 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 4073/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 3-5-2011 έφεση του εναγομένου.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 5833/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 14-10-2009 αγωγή των εφεσιβλήτων.

Απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της παρούσης δίκης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαρτίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή fantomas.gr